Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Δεν ήξερα τι να περιμένω.
Ποτέ μου δεν ήξερα μαζί σου.
Κι αυτό το περίμενε τόσο αργό και βασανιστικό που θαρρώ το μισούσα πάντα.
Δεν ήξερα αν άξιζε να περιμένω.
Για όλες εκείνες τις στιγμές που μεθούσα μαζί σου.
Άνοιξε η πόρτα πάλι σ’ εκείνο το συναίσθημα, εκείνο της αβεβαιότητας και χωλαίνει την ψυχή μου.
Από ένα μικρό παράθυρο μπαίνει το φως και ζεσταίνομαι.
Μα δεν μου αρέσουν τα μικρά παράθυρα.
Δεν μου αρέσει τίποτα μικρό.
Θέλω η καψούρα μου να είναι μεγάλη, η αγάπη μου να είναι τεράστια.
Και δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να περιμένω.
Έχω τόσο πιέσει τον εαυτό μου που πλέον δεν ξέρω τι ψάχνω.
Τι γυρεύω εδώ αφού εσύ δεν μπορείς να μου το δώσεις;
Δεν μου αξίζει το λίγο, δεν μου αξίζει το καθόλου.
Μου αξίζει το λίγο παραπάνω σου.
Μια καλημέρα, μια καληνύχτα, μια κουβέντα, μια βόλτα στο φεγγάρι, ένα σε θέλω, ένα σε νοιάζομαι.
Απλά πράγματα, βατά, που φτιάχνουν μια σχέση να πετάει.
Γιατί για εμένα είσαι η επιλογή μου και δεν ξέρω για σένα τι είμαι.
Γιατί όταν σε περιμένω αστράφτει η νύχτα μου, βροντάει η ψυχή μου, σκορπάω σε χίλια κομμάτια πόθου και χαράς.
Γι’ αυτό σου λέω, αξίζω για το λίγο παραπάνω σου.
Άλλωστε τζάμπα είναι, δεν θα πληρώσεις κάτι.
Μερικά συναισθήματα ακόμη και ρεφάρεις.
Γιατί σου αρέσει το παιχνίδι, ειδάλλως δεν θα ήσουνα εδώ.
Και ξέρεις και κάτι ακόμη;
Σε θέλω στην ζωή μου, αλλά με διώχνεις και δεν μου αφήνεις περιθώρια να αντιδράσω.
Γιατί μου αξίζει ρε γαμώτο το πιο πολύ σου!