Γράφει ο Δημήτρης Καραγιάννης
Δεν ξέρω αν ήταν ο τρόπος που γελούσες ή ο τρόπος που περπατούσες λες και ο κόσμος ολόκληρος ήταν απλά το σκηνικό σου. Ίσως να ήταν εκείνη η στιγμή που πέταξες ένα βλέμμα, απλό, αλλά τόσο γεμάτο ζωή που ένιωσα σαν να μου χτύπησες το στομάχι. Ήσουν εκεί. Όλη σου.
Δεν προσποιήθηκες ποτέ. Δεν προσπάθησες να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Και αυτό… αυτό με τελείωσε. Ήσουν ωμή, αληθινή, ένας ανεμοστρόβιλος που δεν ζητούσε άδεια για να διαλύσει τα πάντα. Και εγώ, χαμένος στις σκέψεις μου, δεν πρόλαβα καν να το καταλάβω.
Δεν είναι ότι δεν ήξερα τον κίνδυνο. Ήξερα. Αλλά ήταν αδύνατον να κάνω πίσω. Γιατί με εσένα, όλα αποκτούσαν ένταση. Ένας καφές δεν ήταν απλά καφές. Ένα βλέμμα δεν ήταν απλά βλέμμα. Ήσουν η φωτιά που άναβε μέσα μου κάθε φορά που πλησίαζες.
Δεν ήταν ο έρωτας που βλέπεις στις ταινίες. Όχι, ήταν κάτι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, πιο αληθινό. Ήσουν εκείνη που με έκανε να θέλω να ξυπνάω νωρίτερα, να μετράω τα λεπτά μέχρι να σε δω. Εκείνη που με έκανε να νιώθω τα πάντα πιο έντονα.
Και ξέρεις τι; Ήταν αδύνατον να μην σε ερωτευτώ. Γιατί δεν είσαι απλά άνθρωπος. Είσαι εμπειρία. Σεισμός και ηρεμία μαζί. Πώς μπορείς να αντισταθείς σε κάτι τόσο αληθινό;
Είναι στιγμές που αναρωτιέμαι πώς γίνεται να χωράς τόση δύναμη σε έναν άνθρωπο. Αλλά μετά γελάω. Δεν έχει σημασία. Γιατί είσαι εσύ. Και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να με κερδίσεις ξανά και ξανά.