Γράφει η Λιάνα
Και προχώρησα. Ασθμαίνοντας, παραπατώντας, έκλεισα ερμητικά πόρτες και παράθυρα και άρχισα να κάνω τα πρώτα δειλά μου βήματα. Σαν το παιδί που μαθαίνει να περπατάει, χωρίς στήριγμα. Φαντάζει τρομαχτικός ο κόσμος γύρω μου. Λες και ξέχασα πως είναι οι άνθρωποι, λες και ξέχασα να μιλάω και να συναναστρέφομαι ανέμελα. Αποξενωμένη από καθετί που αγαπούσα, αργά αργά αρχίζω να προσεγγίζω ξανά την παλιά μου ζωή. Ακούσματα, αστεία, αγγίγματα και πιστεύω. Πώς εκμηδενίζονται τόσα χρόνια όταν αντιλαμβάνεσαι πως σε έκαναν κάτι άλλο, διαφορετικό και αγριεμένο με όλα…
Κι είναι τόσο μαγικό το πόσα χέρια με αγκάλιασαν. Πόσοι ήταν κρυμμένοι, εκεί στη σκιά, που εγώ τους είχα σπρώξει, κι όμως συνέχιζαν να νοιάζονται και να περιμένουν τη στιγμή που θα έβγαινα απ’ το λήθαργο. Γιατί ήξεραν κι ας μην τόλμησαν να μιλήσουν ποτέ. Είναι λίγο αμήχανη η καινούργια αρχή. Συναντάς μπροστά σου όνειρα που παράτησες, άτομα που αγνόησες όταν σου έδειχναν τον κίνδυνο και αλήθειες που πρόδωσες. Αντιλαμβάνομαι με πίκρα, πως είχα εγκλωβιστεί σε έναν κόσμο που είχα πειστεί πως ήταν δικός μου. Κι ας αντλούσε δύναμη απ’ τη δική μου ψυχή αδειάζοντας τη κι ας προσπαθούσε να αποκτήσει αξία μέσα από μένα.
Κι όποιος αβίαστα με κρίνει και οπλίζει για να με πυροβολήσει, να θυμάται πως πλέον θωρακίζομαι με την αγάπη και το σεβασμό, αυτών των λίγων που θα μείνουν κοντά μου. Κι η αγάπη ορθώνει τοίχους στην κακία. Δεν έχω χρόνο για εκδίκηση. Δεν αναλώνομαι σε σκέψεις και ερωτήματα πια. Το μάθημα μου το πήρα, με σκληρό τρόπο. Η ζωή προχωράει γρήγορα κι εγώ, μου το χρωστάω, να την προλάβω και να της αφεθώ.
Ξέρεις; Τόσο καιρό είχα πάντα κρυφά, έναν αναντικατάστατο και πολύτιμο φίλο που με κρατούσε όρθιο σε κάθε αναποδιά. Τον εαυτό μου. Ήρθε τελικά η στιγμή να του δώσω πίσω ολόκληρη την αξία του. Κι αυτή τη φορά θα τον προστατεύσω, με κάθε τίμημα. Γιατί κατάφερε και κράτησε σε ένα διπλοκλειδωμένο ντουλαπάκι του μυαλού μου, όλα αυτά που εσύ νόμιζες ότι σκότωσες. Αυτά είναι όλη μου η περιουσία!