Ήρθες για να φύγεις, και έμεινες..
Γράφει η Βάγια Αγγελακοπούλου
Ήρθες μια μέρα χωρίς προειδοποίηση. Ήρθες ξαφνικά και αναπάντεχα. Αθόρυβα και διακριτικά. Σαν απροσδόκητο δώρο. Ποιος να μου έλεγε τον κρότο, που θα προκαλούσες στη συνέχεια! Ήρθες για να φύγεις. Ένα δειλινό, σαν όλα τα άλλα. Ποιος να μου το έλεγε, ότι εκείνο το δειλινό θα το σκεφτόμουν ακόμα.
Ήρθες χωρίς μεγάλα λόγια και περίτεχνες υποσχέσεις. Χωρίς να μου τάξεις τον ουρανό με τ’ άστρα. Όχι άλλη φλυαρία με λέξεις, που δεν μετουσιώνονται σε πράξεις. Ήρθες με δυο μάτια καθαρά και διαυγή, γεμάτα αλήθεια. Το χρώμα των ματιών σου έγινε το αγαπημένο μου. Ήρθες με χρώματα που με γαλήνεψαν. Ήρθες και αγκάλιασες τα σκοτάδια μου, και τα γέμισες με λίγο από το φως σου.
Ήρθες! Και μου έμαθες…
Την ατόφια αγάπη, που δεν μετράει τι έδωσες, τι πήρες. Μου έμαθες, πως τις πιο αληθινές λέξεις τις μαρτυρούν τα βλέμματα. Μου έμαθες, πως η ομορφιά κρύβεται στην απλότητα των στιγμών. Στα καθημερινά και ανεπιτήδευτα. Μου δίδαξες, πως τις στιγμές που δεν μ’ αγαπώ εγώ, μ’ αγαπάς εσύ για δύο.
Ήρθες για λίγο. Χωρίς την υπόσχεση του «για πάντα», αλλά με την αλήθεια του «για όσο αντέξουμε». Χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Χωρίς απαιτήσεις και εγωισμούς. Με λόγια φειδωλά, που έκρυβαν αλήθεια. Ήρθες, χωρίς προσχέδιο να μείνεις. Κι όμως μου χάρισες μια ζωή που ξεχειλίζει από εσένα. Γιατί τελικά περιφρονείς τα εφήμερα, κι ας είσαι άνθρωπος του σήμερα.
Ποιος να μου το έλεγε τότε, ότι δεν ήσουν απλά περαστικός. Ότι η άφιξη σου δεν ήταν μια ακόμα φευγαλέα στάση στο διάβα σου. Ποιος να μου το έλεγε τότε, ότι ήρθες για να φύγεις, κι έμεινες…