Γράφει η Jinxie Jinx
Σκόρπιες αναμνήσεις από μια εποχή που προσπαθούσα να ικανοποιήσω τους πάντες γύρω μου.
Δε θυμάμαι γιατί το έκανα αυτό στον εαυτό μου.
Σε ποια ηλικία πήρα το λάθος μήνυμα, ότι πρέπει να κάνω ότι ευχαριστεί τους άλλους.
Θυμάμαι μόνο ότι ο πατέρας ήταν λίγο διαφορετικός από τη μάνα.
Δεν τον ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος.
Περνούσε ο καιρός κι εγώ έχασα τον εαυτό μου μέσα από την προσπάθεια μου να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Τα παιδιά, ο σύζυγος, λοιποί συγγενείς.
Ο κάθε ένας είχε μια απαίτηση κι μια εντολή καθημερινά.
Μια εντολή για το πως πρέπει να γίνονται όλα.
Όπου διαφωνούσα μου καταπνίγνανε τη φωνή, με ένα “τι θα πει ο κόσμος” Κι ένα “αυτό είναι λάθος”.
Πάντα αναρωτιέμαι τι εννοεί κάποιος ” Αυτό είναι λάθος” Όταν πρόκειται για τη ζωή μας, τα πιστεύω μας, το πως θέλουμε να ζήσουμε, δεν καταλαβαίνω ακόμη και σήμερα πως είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι όλα αυτά είναι υποκειμενικά.
Αγαπάνε οι άνθρωποι, έτσι αγαπήθηκα κι εγώ, όχι όμως απόλυτα, όχι όπως ήμουν.
Όλοι κάτι ήθελαν να αλλάξω ώστε να είμαι το τέλειο γι’αυτους.
Αλήθεια πόσο μπορεί να αλλάξει κάποιος;
Και πόσους ανθρώπους μπορεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα σύμφωνα με το δικό τους σκεπτικό;
Μερικές φορές αισθανόμουν σαν ένας πίνακας, που περνούσε ο κάθε κοντινός μου άνθρωπος και μου έλεγε τι πινελιές να βάλω στον πίνακα ώστε να γίνει τέλειος.
Τέλειος για ίσως 10 διαφορετικά ζευγάρια μάτια….
Στο τέλος ο πίνακας έμοιαζε με ότι πιο μπερδεμένο έχω δει ποτέ στη ζωή μου.
Άρχισα να τον κοιτάζω προσεκτικά, να σκέφτομαι τι ήταν αρχικά αυτό που ήθελα να ζωγραφίσω, έτσι άρχισα να σβήνω σιγά σιγά όσα δεν ήταν δική μου επιλογή. Όσα δεν ήθελα να βάλω στον πίνακα αλλά τα έβαλα έπειτα από προτροπές πως έτσι θα είναι σωστότερος και πιο όμορφος, έτσι λέγανε θα τον θαυμάζουν και θα τον επαινούν όλοι, κανείς δε θα πει κάτι κακό γι’αυτόν τον πίνακα.
Όταν τελείωσα τον κοίταζα για αρκετές μέρες, ίσως και μήνες.
Όσοι είδαν τις αλλαγές σοκαρίστηκαν, πέσανε να μου μιλάνε, γιατί έκανα κάτι τέτοιο.Γιατι ξαφνικά αποφάσισα να σβήσω όλα αυτά, όσα δεν ήταν επιλογή μου.
Τους κοίταξα με πανικό στην αρχή, όταν ψέλλισα οτι ο πίνακας ήταν δικός μου, πως είναι το έργο μου, αυτό που έχω στην ψυχή μου και πως δεν έχουν δικαίωμα, τρόμαξαν.
Με απέρριψαν, άλλοι με επέκριναν κι άλλοι με επιβράβευσαν για την απόφαση μου.
Στο τέλος θύμωσα, θύμωσα πολύ, επειδή συνειδητοποίησα πως όταν αγαπάς κάποιον, δε θες να τον αλλάξεις.
Αν λοιπόν δεν αγαπούσαν τον πίνακα μου, θα έπρεπε απλά να μην τον κοιτάνε, να μην τον αγοράσουν, ίσως ούτε καν να τον πλησιάζουν από περιέργεια, όμως δεν είχαν δικαίωμα να βάλουν χέρι σε αυτόν, στην ψυχή μου, να “κόβουν και να ράβουν” Κατά πως ήθελαν.
Έπειτα πρόσθεσα όλα όσα είχα ξεχάσει πως ήθελα από την αρχή, όσα είχα ξεχάσει πως ήμουν στην πραγματικότητα.
Όταν κοίταξα τον πίνακα ένιωθα ελεύθερη και ευτυχισμένη.
Ήταν όλα όσα είχα μάθει από παιδί, τα είχε όλα, είδα εμένα, είδα τα λόγια του πατέρα και της μάνας.
Τις παιδικές μου αναμνήσεις.
Είδα την αγάπη που μπορώ να προσφέρω, ένα χαμόγελο και λαμπερά μάτια.
Κάπου σε μια γωνιά, είχα ξεχάσει να σβήσω κάτι, ένα σύννεφο γκρίζο που είχε πάνω του ένα ψαλίδι. Ήταν το ψαλίδι που για χρόνια έκοβε κάτι από μένα. Το αγνόησα και δε το έσβησα, για να μου θυμίζει όλα όσα έζησα.
Η αρχή του τέλους! Περήφανη και περιχαρής έβγαλα τον πίνακα στον κόσμο.
Τότε έχανα ανθρώπους. Άλλοι κορόιδεψαν και υποτίμησαν τον πίνακα μου, άλλοι ήταν μπερδεμένοι και τον κοίταξαν για αρκετό καιρό, ώσπου να καταλάβουν την ομορφιά του.
Πέρασε και μεγάλο διάστημα δίχως κανείς να του ρίξει ένα βλέμμα.
Απογοήτευση.
Όταν σταμάτησα να ενδιαφέρομαι πραγματικά για τους θεατές, τότε άρχισα να βρίσκω θαυμαστές.
Στο τέλος εκείνο το εγώ δεν βρήκε αποδοχή από όλους.
Όμως βρήκε τόσους λίγους όσους πραγματικά χρειαζόταν για να ζω γεμάτη.
Όσοι αγαπάνε όλα όσα είμαι, δεν κρατάνε ψαλίδι.
Δεν κρατάνε τίποτα, ανοίγουν τα χέρια για μια μεγάλη αγκαλιά.
Κι αυτό είναι από μόνο του που με κάνει πια ευτυχισμένη.
Η αγάπη ακολουθείται πάντα από την αποδοχή. Ή μήπως το αντίθετο ;
Χωρίς αυτή δεν μπορείς να αγαπήσεις.
Ακόμη και τα γκρίζα σημεία, είναι όλα κομμάτι ενός εγώ που αξίζει να αγαπηθεί ή και όχι.