Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Κι ήρθε και η μέρα που δεν με νοιάζει αν με σκέφτεσαι, δεν με νοιάζει αν διανύω έστω κι ένα εκατοστό στο μυαλό σου.
Και δεν είναι εκδίκηση, γιατί δεν πιστεύω σ’αυτήν.
Δικαίωση είναι μωρέ, για όλες τις φορές που σε νοιάστηκα, που σε περίμενα, που σε σκεφτόμουνα, που δεν άντεχα μακριά σου.
Αμφιβάλλω για όλα και πιστεύω σε όλα, γιατί η αντίληψή μου είναι μεγαλύτερη απ’την σκέψη μου.
Κι όποιος μπορεί και καταλαβαίνει την σκέψη μου, μπορεί και να με πείσει για κάτι που δεν ισχύει.
Γι’αυτό σου λέω, αμφέβαλλα για μένα, για σένα, για όλα.
Κι αυτό γιατί σε περίμενα, γιατί οι ελπίδες μου δεν κουράστηκαν ποτέ απ’την απουσία.
Και τώρα περιμένω, αλλά τώρα είναι αλλιώς.
Άλλαξα απ’την μοναξιά, απ’την απόγνωση, απ’την πίκρα.
Τώρα μ’αγαπάω μωρέ και δεν με νοιάζει αν με σκέφτεσαι.
Δεν μπορείς να περιμένεις για πάντα.
Και δεν στο είπα, δεν πιστεύω στο πάντα πλέον.
Πίστευα όταν ήμουν το κοριτσάκι σου.
Γκρεμίστηκα όταν μ’άφησες μόνη μου να γυρνώ σαν θηρίο έξω απ’το κλουβί μου.
Και έμαθα μονάχη μου να γλύφω τις πληγές μου, έμαθα μονάχη μου να ανασαίνω.
Γιατί ούτε ανάσα δεν μπορούσα να πάρω μακριά σου.
Ακόμη σ’αγαπώ, να το ξέρεις, αλλά έμαθα να ζω χωρίς εσένα.
Και δεν με νοιάζει λοιπόν αν με σκέφτεσαι.
Μπορώ να ζήσω και χωρίς την σκέψη σου.