Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Του είπε σε νοιάζομαι, θέλω πάντα να είσαι καλά κι ας είσαι μακριά μου.
Εκείνος δεν αποκρίθηκε, ως βαρύ αρσενικό, αλλά το ήξερε από μέσα της πως πάντα θα την νοιάζεται.
Πέρασαν χρόνια κι ο έρωτάς μας έπεσε, γκρεμίστηκε.
Ματώνει η μνήμη, όπου κι αν την πιάσεις.
Κι όμως εμένα για παρουσία μου έρχεται, για εκείνο το γιασεμί που ακόμη μοσχομυρίζει, για εκείνη την ανάσα που λαχτάρα γεμίζει.
Πες μου μετά από τόση αγάπη πώς κατάφερες να αισθάνεσαι μόνος;
Χωρίς μνήμες πεθαίνουμε!
Λένε πως όσο η καρδιά χτυπάει ποτέ δεν ξεχνάς.
Λέω, “τι να ξεχάσω”;
Τον χτύπο και την φωνή της καρδιάς μου;
Το γιασεμί της ψυχής μου;
Αυτό απέμεινε να με κοιτάει με μάτια βουρκωμένα.
Μα τώρα ξέρω πως τίποτα δεν θα μπορούσε να τ’αγγίξει, πως τίποτα δεν θα μπορούσε να το κάνει να ξεχάσει.
Τι να ξεχάσει άλλωστε;
Την μορφή του, την ψυχή του, τα μάτια του, την μυρωδιά του, την καρδιά του;
Αφού σ’ όλα αυτά υπάρχεις εσύ, είσαι εσύ.
Το υπέροχο γιασεμί της ψυχής μου, αυτό που ευωδιάζει ζωή μέσα μου και μένει αιώνιο αθάνατο.
Και τώρα ξέρω πως πάντα θα μοσχομυρίζει μέσα μου και θα ζεσταίνει την καρδιά μου.
Δεν θέλησα ποτέ να γράψω κάτι που δεν σου ανήκει, γιατί εσύ έδινες μορφή στις λέξεις μου, εσύ έδινες χρώμα σ’ό,τι ανέμιζε στο χαρτί, έδινες ψυχή σε κάθε κόμμα, σε κάθε τελεία.
Κι υπάρχουν φορές που πονάω τόσο που δεν γράφω ούτε μια λέξη.
Ποια λέξη άραγε ισούται με την κραυγή, ποια λέξη μπορεί να πλημμυρίσει απόγνωση;
Δεν υπάρχει σου λέω, μόνο ό,τι η ψυχή κατα-γράφει.
Γράφω κι ας μην το βλέπεις, γράφω για να ηρεμεί η φωνή μου.
Νιώθω την έλλειψή σου μέχρι το κατακάθι της ύπαρξης μου, αλλά τώρα γνωρίζω καλά ότι αυτό θα μ’ακολουθεί και θα με συντροφεύει.
Γιατί η καρδιά μου σου ανήκει, όπως και το γιασεμί της ψυχής μου.
Είναι το δικό μας γιασεμί, αυτό που θα φοράμε πάντα για να μην νιώθουμε μόνοι.
Κι ας έγινε ο έρωτάς μας ένα τρυφερό, γλυκό νοιάξιμο.