Γράφει η Μαρίνα Κρητικού
“Όχι”, μια λέξη μονοσύλλαβη, απλή, με τρία γράμματα και όμως τόσο πολύ παρεξηγημένη. Σε κάποιους ανθρώπους υπάρχει συνέχεια στο λεξιλόγιο τους, καθώς είναι μόνιμα αρνητικοί σε όλα τους, σε κάποιους άλλους δεν υπάρχει καθόλου, μιας και δεν μπορούν να αρνηθούν σε κανέναν, με αποτέλεσμα οι δικές τους ανάγκες να μένουν πίσω, ενώ σε άλλους είναι πιο εύκολο να το πουν.
Σκεπτόμενη τον εαυτό μου σε όλο αυτό, συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι στη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, ενώ πολύ θα ήθελα να είμαι στην τρίτη κατηγορία. Η λέξη “όχι” δεν υπάρχει στο δικό μου λεξιλόγιο και όταν το ξεστομίζω κάποιες φορές, βρίσκω απέναντι μου τους ανθρώπους που μέχρι πριν ήταν δίπλα μου. Βαριά η κληρονομιά της οικογένειας, καθώς όλες οι γυναίκες της οικογένειας μου ήταν με το κεφάλι χαμηλά και δεν έφερναν καμία αντίρρηση. Το πρότυπο με το οποίο έζησα και μεγάλωσα, είναι αυτό της γυναίκας – μάνας – συζύγου, που ζει και αναπνέει μόνο για τους άλλους. Μοναδικός της στόχος να είναι οι άλλοι ικανοποιημένοι και ευχαριστημένοι, ώστε να μην έχουν να της καταλογίσουν τίποτε το αρνητικό. Ακόμα και αν συνέτρεχαν λόγοι υγείας, πάλι δεν αρνιόταν. Η μόνη περίπτωση να αρνηθεί, ήταν να είχε αρρωστήσει βαριά και να έπρεπε να παραμείνει στο κρεβάτι.
Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγεις από μια τόσο βαριά κληρονομιά που σε πνίγει, αλλά ταυτόχρονα ενώ ξέρεις λογικά τι θα έπρεπε να κάνεις, πρακτικά και συναισθηματικά είναι ανεφάρμοστο; Η λογική σου λέει ότι είναι παράλογο να μην αρνείσαι και να γίνεσαι χίλια κομμάτια για να ανταπεξέλθεις σε ό,τι και αν σου ζητηθεί, αλλά όταν έρχεται εκείνη η ώρα για να πεις μια τόσο μικρή λέξη όπως είναι το “όχι”, βιώνεις τέτοια σωματικά συμπτώματα, που καταλήγει να είναι αδύνατο να το ξεστομίσεις. Στη σκέψη και μόνο του να αρνηθείς, ξεκινούν οι ταχυκαρδίες, ο πόνος και το σφίξιμο στο στομάχι, ενώ το κεφάλι σου πάει να σπάσει καθώς χιλιάδες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό σου.
Ποιες θα είναι οι αντιδράσεις των γύρω σου αν αρνηθείς; Σίγουρα θα αρχίσουν τη γκρίνια και θα επιμένουν μέχρι να γίνει το δικό τους. Και εσύ δεν την μπορείς τη γκρίνια, καθώς τη νιώθεις σαν ένα τέρας που σου τρώει τα σωθικά, ούτε έχεις συνηθίσει να είναι οι γύρω σου δυσαρεστημένοι μαζί σου. Ακόμα θυμάσαι τις ελάχιστες φορές που είπες το “όχι”, πώς ήταν το πρόσωπο τους και επίσης θυμάσαι ότι η απάντηση που τους έδωσες δεν εισακούστηκε, καθώς για ακόμα μία φορά έγινε αυτό που οι άλλοι ήθελαν. Τι θα βοηθούσε άραγε ώστε να γίνει η διαφορά;
Η απάντηση είναι ότι τα “όχι” όταν τα λες να τα εννοείς. Δεν αρκεί μόνο το λεκτικό κομμάτι, να το πούμε δηλαδή, καθώς αν το “όχι” λέγεται και το μη λεκτικό κομμάτι που μεταφέρουμε στον συνομιλητή μας είναι απολογητικό και ταυτόχρονα ενοχικό, τότε ο συνομιλητής μας δεν καταλαβαίνει το μήνυμα που θέλουμε να του περάσουμε. Επίσης σημαντικό είναι το “όχι” μας να έχει και διάρκεια στον χρόνο, καθώς αν σε λίγη ώρα μετατραπεί σε “ναι”, τότε μπαίνουμε στους ίδιους φαύλους κύκλους. Ήρθε η ώρα να ορθώσουμε το ανάστημα μας και να πάμε κόντρα στην τόσο βαριά κληρονομιά μας.