Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης.
Και τώρα τι ήρθες να κάνεις σαν φάντασμα μπροστά μου;
Ποια μοίρα σε έστειλε να με συναντήσεις την στιγμή που όλα έγραφαν «τακτοποιημένα»;
Ποια μοίρα σε έβαλε στο δρόμο μου εκεί που αμέριμνα μετρούσα τα πλακάκια ένα ένα;
Ποιος σου είπε πως είχες το δικαίωμα να γυρνάς στην πόλη μου;
Στα μέρη τα δικά μου;
Τι, ξεγελάστηκες επειδή πέρασε καιρός;
Πίστεψες πως έχω ξεχάσει;
Πως ΣΕ έχω ξεχάσει;
Ή μήπως πίστεψες αυτή τη μαλακία που λένε όλοι με το χρόνο;
Όχι, δεν ήθελα ποτέ χρόνο.
Δεν ήθελα ούτε χώρο.
Να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου ήθελα.
Να μην ξανακούσω τη φωνή σου.
Να μην χρειαστεί να μυρίσω αυτό το εκνευριστικό σου άρωμα.
Κατάλαβες τώρα τι ήθελα;;
Ήθελα να ξεχάσω πως περπατάμε στον ίδιο πλανήτη.
Ήθελα να αγνοώ πως υπάρχουμε στον ίδιο γαλαξία.
Σταμάτα να με κοιτάς λοιπόν.
Πάρε το βλέμμα σου από πάνω μου.
Πάρ’το γιατί δεν το αντέχω.
Πάρ’το γιατί πονάει κάθε μου κύτταρο.
Πάρ’το πριν σε πλησιάσω.
Πριν σε αγγίξω.
Πριν χρειαστεί να πάρω ανάσα από την ανάσα σου.
Φύγε από μπροστά μου γαμώτο.
Φύγε πριν σε αγγίξω.
Φύγε πριν σε φιλήσω.
Φύγε πριν γίνω άλλη μια φορά ο μαλάκας που θα σου πει «Σε θέλω, συγγνώμη που σε πρόδωσα. Σε θέλω».
ΦΥΓΕ ΓΑΜΩΤΟ!