Να με θυμάσαι, τις στιγμές που μένεις μόνη
Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Λένε πως οι στιγμές περνάνε και χάνονται. Σαν να τις παίρνει ο άνεμος, αφήνοντας ως μοναδική ανάμνηση τη δροσιά του να σου φυσάει το πρόσωπο. Προσπαθούμε να μην τις αφήσουμε να χαθούν, θέλουμε τόσο πολύ να τις κρατήσουμε λίγο παραπάνω, να τις χαρεί το μέσα μας μερικά λεπτά ακόμα. Και τι δε θα ‘δινα να κρατούσα κάποιες. Να τις έχωνα σε ένα κουτάκι να μη μου τις πάρει κανείς κι όποτε ήθελα να τις έβγαζα και να τις χάζευα.
Σε θυμάμαι πού και πού. Εκεί που θ’ ακούσω κάτι γνώριμο ή θα μυρίσω στους περαστικούς το άρωμά σου, θα γυρίσω το κεφάλι μου μηχανικά και θα σε ψάξω ανάμεσα στους ξένους. Κι αν δε σε δω, δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς το ‘χω συνηθίσει πια. Έχει καιρό που όταν τύχει να βρεθούμε μούρη με μούρη κάνουμε πως δεν τρέχει τίποτα, πως όλα είναι εντάξει. Μόνο εμείς ξέρουμε τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας. Κι είναι κάτι που δε χρειάζεται να το ξέρει ο κόσμος.
Ο κόσμος δε μας δέχτηκε μωρό μου, μας ξέβρασε στην ακτή και μας άφησε να προσπαθήσουμε να επιβιώσουμε μετά απ’ την τρικυμία, ανήμπορους και μόνους. Ο καθένας στη στεριά του, χωρίς να είμαστε σε θέση πια να χαράξουμε κοινή πορεία. Κι εμείς αναγκαστικά το δεχτήκαμε χωρίς πολλά-πολλά. Όχι επειδή το θέλαμε, αλλά επειδή έτσι έπρεπε, έτσι ήταν το σωστό, το καλό και για τους δυο μας. Το μαζί δεν ξέραμε πού θα μας έβγαζε.
Οι μνήμες όμως δεν ξεγέλασαν ποτέ κανέναν κι ουδέποτε αποδείχτηκαν ψεύτικες. Το καταλαβαίνεις κάθε φορά που η τυχαία συνάντηση θα μας κάνει να κομπλάρουμε κι οι γύρω μας θα κοιτάξουν να δουν, αν όλα είναι καλά. Ανησυχούν για μας, φοβούνται μην και οι αναμνήσεις πάρουν το πάνω χέρι, ξέρουν τι περάσαμε μάτια μου, ξέρουν τι ζήσαμε. Μας προσέχουν, όσο κι αν θα θέλαμε να μας είχαν γραμμένους, να μη τους νοιάζει, να μην τους ένοιαζε ποτέ.
Θυμάσαι πώς ήμασταν; Θυμάσαι ακόμη τις στιγμές που μετρούσαμε τις μέρες; Θυμάσαι ακόμη τα πρωινά τηλεφωνήματα για καλημέρα κι εκείνα τα λίγα λεπτά που ευχόμασταν όνειρα γλυκά ο ένας στον άλλο; Κι η μαλακία είναι πως ήταν όντως γλυκά εκείνα τα όνειρα. Πάντα ήταν καλή εκείνη η μέρα που ξεκινούσε με την ευχή σου. Ήσουν μακριά, το ξέρω. Αν σε χρειαζόμουν δεν μπορούσες να είσαι εκεί μαζί μου και πάντοτε έβλεπα τις ενοχές στο βλέμμα σου. Και τι δε θα ‘δινα εκείνα τα «καλημέρα» και τα «καληνύχτα» να τα ‘χα λίγο πιο κοντά.
Θα μου πεις, τι θέλω και τα θυμάμαι; Γιατί κάθομαι και τα επαναφέρω, ποιο το νόημα ν’ αναπολείς κάτι παλιό; Ποτέ δεν είπα πως θέλω να ξεχάσω, ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως ξέχασα. Και να σου το θέσω αλλιώς. Ποιος ο λόγος να ξεχάσω; Κομμάτι μου δεν είναι; Αυτά δε με έπλασαν; Μπορείς να ρίξεις στα σκουπίδια κάτι που σε έπλασε έστω και λίγο; Το ΄χεις φυλαχτό κάτι ώρες που δε θυμάσαι ποιος είσαι, όταν το είδωλο στον καθρέφτη σου γελά ειρωνικά. Κι αν σου πουν οτιδήποτε μην απαντήσεις. Εκείνοι ξέρουν πώς είναι να κρατάς κάτι που κάποτε αγάπησες, ξέρουν πόση δύναμη έχει.
Θέλω να με θυμάσαι. Θέλω να με κρατήσεις κι εσύ τις ώρες που δε θα ‘μαι εκεί. Μη με αφήσεις να σβήσω. Λένε πως κάποιος πεθαίνει μόνο όταν τον ξεχάσεις. Μη με αφήσεις να σβήσω, μάτια μου. Ας κρατήσουμε ό,τι στο διάολο μας έμεινε, ό,τι δε μας έχουν πάρει ακόμη. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει, είναι δικό μας και μόνο. Κανένας τους δεν μπορεί να μας εμποδίσει ν’ αναπολούμε, να θυμόμαστε και ν’ αγαπάμε.
Κράτα με στην καρδιά σου και θα μείνω για πάντα εκεί. Κλείδωσέ με κι άσε με να ζήσω στις μνήμες σου, να μην ξεχαστώ. Ζήσε τη ζωή σου όπως γουστάρεις κι αγαπάς, ερωτεύσου και δώσου. Χάρισε τα χαμόγελα που κάποτε βίαια σου στέρησαν και κάθε φορά που γελάς, φαντάσου με να γελάω μαζί σου. Κάνε με εικόνα να χαίρομαι με τη χαρά σου, φέρε με νοητά στο μυαλό σου να σ’ ακουμπάω στον ώμο και τη φωνή μου να σου λέει «μπράβο». Να με θυμάσαι.
Δεν είναι έγκλημα να κρατήσεις κάποιον που αγαπάς ή που κάποτε αγάπησες. Ούτε εξάρτηση δηλώνει ούτε τίποτα από τις μαλακίες που λένε. Τα βγάλανε για να έχουν πάτημα έναντι όλων αυτών που κάποτε στιγματίστηκαν και μετά έμειναν να κοιτάνε εκείνο το ηλιοβασίλεμα μόνοι. «Ηλιοβασίλεμα είναι όπου κοιτάζουν τα μάτια σου» είχες πει κάποτε. Και να θυμάσαι πως τούτο το ηλιοβασίλεμα πάντα μαζί θα το αγναντεύουμε.
Θυμήσου με τις ώρες που αισθάνεσαι μοναξιά και θα είμαι εκεί. Θυμήσου με τις στιγμές που δεν ξέρεις ποιος είσαι κι εγώ θα έρθω να σου πω. Θυμήσου με όταν φοβηθείς τον κόσμο και θα σου φωνάξω πως ο κόσμος είναι για να κουράζει. Φέρε με κοντά σου όταν κανείς άλλος δε θα μπορέσει να σε καταλάβει. Κάπου, κάποιος σε ξέρει και σε καταλαβαίνει. Μη φοβηθείς και μην τρομάξεις.
Κι ο ύπνος δε σε πιάνει, αν τα φαντάσματα βγήκαν με το που έπεσε η πρώτη ακτίνα του ήλιου, αναζήτησέ με για εκείνο το «καληνύχτα» κι ύστερα ας χαθούμε όπως κάναμε πάντα. Θα ξαναβρεθούμε και δεν αμφιβάλλω. Αρκεί να με θυμάσαι.