Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Και ξαφνικά κρύο. Πολύ. Μέσα στον Ιούλη. Κάπως έτσι πρέπει να είναι, όταν καλείσαι να συνειδητοποιήσεις πως είσαι πραγματικά. Μόνη πραγματικά. Εσύ κι η φωνή μέσα σου. Με την τελεία που άγαρμπα έβαλες λίγο πριν. Γέμισε τελείες το τώρα Σου.
Προτάσεις που τελειώνουν. Συμπαραστάσεις που λήγουν, γιατί παρέπαιαν καιρό. Παρασκιές, όπως λέμε παρασκήνια, που πρέπει να φύγουν από δίπλα σου γιατί σου έκρυψαν το φως. Και ζούσες καιρό ένα ατελείωτο σκοτάδι. Και τώρα να ‘σαι μπροστά στην πόρτα του χάους σου. Να δεις με στοργή τα μέσα σου, να τακτοποιήσεις όλα εκείνα που είχες σκεπάσει με το ροζ σεντόνι της συνήθειας. Στο μικρό κλουβάκι της παλαβής κατά τα άλλα καθημερινότητάς σου.
Φυσάει κρύος αέρας αυτές τις μέρες. Όχι για σένα, όχι στον κόσμο σου Για μένα. Μου τελειώνει τα λόγια, μου ακυρώνει την αναμονή. Έπαιξα κρυφτό μαζί της πολύ καιρό. Κολλητή μου την έκανα. Θα με βάλει μπροστά στην αλήθεια μου. Με το ζόρι. Με μάτια ορθάνοιχτα. Αυτή που φοβόμουν να δω, που τη βόλευα πίσω από λογής δικαιολογίες, με μεγαλύτερη αυτή του ρόλου της μάνας. Ευθύνη εαυτού τώρα εδώ, με πνοή από τον κρύο αέρα που φυσά από μέσα. Κάνει κρύο μέσα μου.
Όπως μου είπε μια αγαπημένη φίλη, ο βάλτος της ζωής ξεπερνιέται τελικά με χαστούκια που σε ξυπνούν να κουνηθείς, γιατί κόλλησες στη γλίτσα του. Με έναν έρωτα ή με έναν θάνατο. Ή και με τα δύο. Εγώ ζω σίγουρα το δεύτερο μιας ολόκληρης εποχής. Και ειλικρινά κρυώνω…
Για το άλλο το καλό χαστούκι, με τη γλύκα στο βλέμμα και τη θαλπωρή στην αγκαλιά, σε λίγο ξημερώνει!
Ελπίζω…