Γιατί τόση μοναξιά σ’ έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους;
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Βαριά η μοναξιά. Περιτριγυρισμένη από τόσους ανθρώπους, τόσους φίλους και εγώ αισθάνομαι τόσο μόνη. Έρχεται η μοναξιά και ξαπλώνει πάνω στο στήθος μου, έτσι που να μην μπορώ να αναπνεύσω. Κάθεται εκεί, ακουμπισμένη στα χέρια της και την κοιτάω ασθμαίνοντας. Πιάνεται στον λαιμό μου και στέκεται εκεί, ανάμεσα σε έναν λυγμό και μία φωνή. Ταλαντεύεται αργά και πάνω που νομίζω ότι μπορώ να φωνάξω, ξαναγραπώνεται δυνατά και απομονώνει κάθε ήχο. Κρέμεται από τα βλέφαρά μου και τα κλείνει ερμητικά. Δάκρυ να μην στάξει. Τα κρατάει πεισματικά κλειστά μην τυχόν και δραπετεύσει κάποιος από τους φίλους της.
Μια φωνή σκαλωμένη, ένας λυγμός που δεν βγαίνει. Δάκρυα καυτά προσπαθούν να ξεφύγουν από την άκρη του ματιού μου, να κυλήσουν στα μάγουλά μου. Μα τίποτα δεν γίνεται. Κάνω να φωνάξω και η φωνή μου απουσιάζει. Προσπαθώ να κλάψω μα τα μάτια μου είναι στεγνά. Ο λυγμός μένει σκαλωμένος στην άκρη του λαιμού μου και με πνίγει. Πόσο πια;
Κάνω κύκλους μέσα στο δωμάτιο μα οι τοίχοι δεν μιλούν. Σαν την τρελή μιλάω στον εαυτό μου.
Γονατίζω στο πάτωμα και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Γιατί; Τα χέρια κολλημένα στο κεφάλι, να κλείνουν τα αυτιά μου, να μην ακούω την εκκωφαντική σιωπή. Γιατί τόση μοναξιά σε έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους; Τα μάτια σφιχτά κλεισμένα, να μην βλέπω το άδειο δωμάτιο, τους τέσσερις τοίχους. Ως πότε;
Πέφτω στο κρεβάτι ανάσκελα και πάλι κάτι πλακώνει το στήθος μου. Πάλι κάτι δεν με αφήνει να αναπνεύσω. Καλωσορίζω ακόμα ένα βράδυ τη μοναξιά μου. Την κοιτάω κατάματα και αποφασίζω να την δεχτώ επιτέλους. Της χαμογελάω με κόπο. Άντε, καληνύχτα τώρα. Όσο μπορεί να είναι καλή κι αυτή η νύχτα.