Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
-Πάμε;
-Που;
-Μην σε νοιάζει. Πάμε;
-Πάμε!
-Δώσε μου το χέρι σου και φύγαμε. Θα γυρίσουμε μαζί όλο τον κόσμο. Εγώ κι εσύ. Εσύ κι εγώ. Μην σε νοιάζει το πως, μην σε νοιάζει το γιατί, απλώς δώσε μου το χέρι σου και εμπιστεύσου με.
-Κι αν κάτι πάει στραβά;
-Εμπιστεύσου με. Όσο έχεις εμένα τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά. Είμαι εδώ να σε προσέχω.
Με το χέρι σου στο δικό μου και με το βλέμμα σου στραμμένο πάνω μου τίποτα δεν φοβάμαι. Νιώθω ατρόμητη, ανίκητη. Νιώθω πως μπορώ να αντιμετωπίσω οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο μου. Αρκεί να μου κρατάς το χέρι.
Ποτέ δεν άφηνα την τύχη να ορίσει την ζωή μου. Ποτέ δεν εμπιστευόμουν την μοίρα. Βλέπεις, δεν μου τα είχε φέρει πολύ ωραία μέχρι την στιγμή που σε γνώρισα οπότε έκρυβα κάποιους ενδοιασμούς. Αφέθηκα όμως. Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να πέσει στα χέρια σου. Θύμισε κάτι από ελεύθερη πτώση η βουτιά που έκανα στην αγκαλιά σου. Είχα συνηθίσει μόνη μου, δεμένη στα ασφαλή σχοινιά μου, κολλημένη στην πάνω σε έναν βράχο μη τυχόν και γλιστρήσει λίγο το πόδι μου και πέσω. Και ήρθες εσύ.
Ένα ζεστό χαμόγελο, δυο μάτια μελαγχολικά. Με καθήλωσες. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι την αντίθεση που έκανε η μελαγχολία στο βλέμμα σου με το μόνιμα καρφιτσωμένο στο πρόσωπό σου χαμόγελο. Σε χάζευα.
Και ένιωθα τα σχοινιά να κόβονται ένα ένα. Ένιωθα τα πόδια μου να ξεκολλάνε από τον βράχο, να πλησιάζουν δειλά δειλά το χείλος του γκρεμού και με θαυμασμό κοιτούσα κάτω την απύθμενη θέα.
Δεν με τρόμαζε. Δεν φοβήθηκα λεπτό. Ένιωσα κάποια στιγμή το χέρι σου μέσα στο δικό μου και τότε βεβαιώθηκα πως μαζί σου δεν πρόκειται να ξαναφοβηθώ. Ένιωσα τους φόβους μου έναν έναν να εξαλείφονται. Να γίνονται καπνός και να χάνονται μαζί με τα σχοινιά που τόσο καιρό με κρατούσαν δέσμια.
Πήρες το χέρι μου και το φίλησες γλυκά. Με κοίταξες στα μάτια, μου χαμογέλασες και μου είπες “‘έτοιμη;”.
Σε κοίταξα και απλώς κούνησα το κεφάλι. Μαζί σου πάντα θα είμαι έτοιμη.
Αρκεί να μου κρατάς το χέρι.