Όσο εσύ έχανες τον εαυτό σου, εγώ προσπαθούσα να βρω τον δικό μου
Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Είχαν περάσει δυο χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Διάλεξες να χαθείς μέσα σε δρόμους που καίνε, σε ανθρώπους που δεν έμαθαν να αγαπούν και που πληγώνουν σκορπώντας το θάνατο από δω και από κει. Διάλεξες τις ερημικές γειτονιές με τα σκοτεινά δρομάκια, με τους ζωντανούς-νεκρούς θαμώνες που ζητιανεύουν τη δόση τους σε αυτούς που τη πουλάνε.
Πάει καιρός είναι η αλήθεια, χωρίς να ξέρω που βρίσκεσαι και τι κάνεις. Εάν είσαι ακόμα ζωντανός ή οι επιλογές σου σε οδήγησαν σε λάθος μονοπάτια. Τότε νόμισες πως αυτός ο δύσκολος δρόμος που διάλεξες θα είναι εύκολος και θα τον βαδίζαμε μαζί, αλλά είχες λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο. Ήθελες λέει να ζήσεις, να δοκιμάσεις το αδοκίμαστο και το από αλλού φερμένο. Ήθελες να αποκτήσεις εμπειρίες, καινούριους φίλους και νέους έρωτες, μου είπανε τυχαία κάποιοι καλοθελητές. Ξέχασες όμως να τους πεις όλα αυτά που θα έχανες, πιστεύοντας κάποιους που θέλανε το κακό σου.
Για πες μου τώρα όμως, γιατί εδώ ξανά στη πόρτα μου; Αφού σε έδιωξα τόσες φορές. Δε μπορούσα βλέπεις να κάνω αλλιώς. Δεν είχα άλλη επιλογή, δε μου την είχες δώσει. Όσο εγώ έκλαιγα και προσπαθούσα για τη ζωή σου, όσο ακόμα έδινα, ενώ τα είχες πάρει όλα, εσύ γυρνούσες ακόμα από στενό σε στενό, κάνοντας συμφωνίες με το χάρο. Γυρνούσες από αγκαλιά σε αγκαλιά πιστεύοντας πως όλες είναι ίδιες, μη μπορώντας πια να αναγνωρίσεις το καλό από το κακό.
Γι αυτό και μόνο λοιπόν, όσο εσύ έχανες τον εαυτό σου, εγώ κοιτούσα να βρω τον δικό μου!