Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
Η χαρά μας έσβησε ξαφνικά μες στο σκοτάδι.
Εκείνο το όνειρο το κοινό που κάναμε κάποτε θόλωσε.
Σταματήσαμε να το βλέπουμε, έγινε ξένο.
Η ελπίδα σκόρπισε και χάθηκε.
Την αφήσαμε, βλέπεις, να πετάξει μακριά από εμάς.
Σταμάτησε πλέον να μας έχει ανάγκη, γιατί σταματήσαμε να είμαστε “μαζί”.
Τα αστέρια που κάποτε κοιτούσαμε ερωτευμένοι πέσανε ένα προς ένα από τον ουρανό μας.
Δεν έμεινε τίποτα πια να τον φωτίζει.
Η αυλαία έπεσε και οι πρωταγωνιστές υποκλίθηκαν.
Το καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στον τσουχτερό χειμώνα.
Τη ζεστασιά τη διαδέχθηκε η παγωνιά.
Δυο καρδιές που κάποτε ενώθηκαν σε μία, επειδή μοιράστηκαν μια αγάπη, ραγίσανε και σπάσανε στα δύο.
Θρύψαλα και συντρίμμια γλιστρήσανε μέσα από χέρια ματωμένα, ακολουθώντας το ρυθμό του τελευταίου χορού.
Προσπαθώ να ακούσω τη φωνή σου, αλλά τίποτα..
Μονάχα σιωπή και απόλυτη ησυχία..
Είναι η σιωπή εκείνη που συνοδεύει το τέλος, το κενό.
Τόσο εκκωφαντική, που κάνει κρότο! Τόσο άβολη! Τόσο μισητή!
Και ανάμεσα σε όλα αυτά δύο πρόσωπα, δύο ψυχές ανήμπορες να πράξουν το οτιδήποτε.
Είναι μουδιασμένες. Φοβούνται. Δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν γιατί πονούν. Μονάχα βλέπουν.
Βλέπουν τον άνθρωπο που κάποτε αγάπησαν να φεύγει, να αλλάζει και να απομακρύνεται.
Δεν έχω πια που να πάω.. Χαράζει και δεν είσαι δίπλα μου. Δεν πρόλαβα να σε χορτάσω.
Ήθελα λίγο ακόμα από εσένα, από την αγάπη σου, από τον έρωτά σου.
Πέρασε λίγος καιρός και σε ζητώ..
Σε περιμένω κρατώντας στην αγκαλιά μου ένα “σ’αγαπώ” και ένα “μου λείπεις”.
Γύρνα πίσω, μην αργείς..