Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου.
“Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του.” Ο. Ελύτης
Προσκαλείς ανθρώπους στη ζωή σου ελπίζοντας να καλύψουν τις τρύπες που κάποτε άνοιξες στην ψυχή σου. Μπαλώνεις ερασιτεχνικά τα κενά, γιατί φοβάσαι να αντιμετωπίσεις τη σκοτεινή τους πλευρά και ονειρεύεσαι να νιώσεις ολοκληρωμένη με το να ανήκεις πάντοτε κάπου, πέρα από εσένα. Και, πράγματι, κάτι τέτοιο συμβαίνει. Ως παιδί ανήκεις στους γονείς σου, αργότερα επιλέγεις να ανήκεις στους φίλους σου, ύστερα στις σχέσεις σου και τέλος στον σύντροφο της ζωής σου. Μέχρι που βλέπεις τον χρόνο να κυλάει και αρχίζεις να συνειδητοποιείς πως αυτό το είδος της ουτοπικής ολοκλήρωσης δε σου ταιριάζει και ξεκινάς να ράβεις το κοστούμι της ζωής στα δικά σου μέτρα.
Είναι βαθιά και εσωτερική ανάγκη να συναντάς τη φυσική, σωματική και πνευματική ταύτιση με τους ανθρώπους που βάζεις στη ζωή σου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να είσαι πάντα το “κάτι”. Για την ακρίβεια η ανάγκη δεν είναι “πρέπει”, είναι “θέλω” και είναι πέρα για πέρα γοητευτικό να θέλεις να είσαι όλες οι αληθινές εκδοχές σου: ένας λιγάκι τρελός εαυτός και ένα άπιαστο όνειρο μαζί, κάτι ανάμεσα σε νικητής και ηττημένος, λίγο τίποτα και όλα μαζί.
Είναι σαν να έχεις ήδη τις πεταλούδες του έρωτα στο στομάχι από μόνος σου και να γνωρίζεις πως κάποιος μπορεί να τις κάνει να πεταρίσουν πιο δυνατά με το φως του. Αυτό δε σημαίνει ότι περιμένεις κάποιον να γεμίσει το άλλο μισό του κύκλου σου. Εδώ δε χρειάζεται να ξεχάσεις ποιος είσαι για να καταφέρεις να καταλάβεις ποιος είναι ο άλλος. Εδώ δεν υπάρχει κανένας λόγος να βάψεις το πρόσωπό σου γκρι, επιτρέποντας στον άλλον να λάμψει. Υπάρχει μόνο η αμοιβαία επιθυμία και ελπίδα δύο ολόκληρων, γεμισμένων κύκλων.
Φέρνεις στο νου σου την εποχή που γέμιζες τον εαυτό σου με μονοτονία και προσδοκίες και συνειδητοποιείς πως στην πραγματικότητα, όσο περισσότερα νόμιζες ότι ήξερες, τόσο λιγότερα έκανες και διεκδικούσες από εσένα. Και σήμερα, τώρα, φωνάζεις πως δε γνωρίζεις τίποτα. Ξέρεις τον τρόπο που αισθάνεσαι όταν δάκρυα κυλούν στα μάγουλά σου, όταν είσαι ευτυχισμένος ή πονάει η καρδιά σου. Ξέρεις πώς αισθάνεσαι, όταν εμπνέεσαι από άτομα που μπήκαν απρόσκλητα στη ζωή σου. Ξέρεις την αίσθηση που αφήνουν τα χείλη στα δάχτυλά σου και ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς του άλλου στην αγκαλιά σου. Ξέρεις πως είναι να θέλεις να δώσεις και να μην περιμένεις να πάρεις για να νιώσεις ολοκληρωμένος. Ξέρεις πως είναι απλά να θέλεις, ενώ είσαι πιο ολοκληρωμένος από ποτέ.
Γνωρίζεις τίποτε άλλο; Σίγουρα όχι, μα αυτό δε σημαίνει ότι το αγνοείς. Πολύ περισσότερο και σε αντίθεση με αυτό, σημαίνει ότι παρακολουθείς την καρδιά σου, ακόμη κι αν δεν έχεις ιδέα τι σκέφτεται ή προς τα πού κατευθύνεται. Κι εκεί είναι που χρειάζεσαι τον άλλον. Να σε εμπνεύσει, να σε ωθήσει, να σε βοηθήσει να τα καταφέρεις στην καταιγίδα ή να βραχεί μαζί σου. Να γίνει το καταφύγιο που δε γνώριζες ότι αναζητάς, η αγάπη που σε κρατάει ήρεμο και ο έρωτας που πυροδοτεί το μυαλό σου. Και αυτό δε σημαίνει ότι γεμίζουν τα κενά, ούτε ότι διορθώνεσαι εσύ. Εσύ είσαι απλά εσύ. Και είσαι ακριβώς όπως θέλεις και όχι μόνο όπως πρέπει να είσαι.
Αλλάζετε ο ένας τον άλλον και αναπτύσσεστε μέσα από την αμοιβαία και κοινή έμπνευση που ασκείτε. Και έτσι, κάποιες, λίγες φορές ξεχνάς ότι είσαι ένα κομμάτι από αστερόσκονη και θαλασσινό νερό. Κάποιες φορές ξεχνάς ότι ξόδεψες τη ζωή σου προσπαθώντας να δείχνεις φυσιολογικός και καταλήγεις να εκδηλώσεις την επιθυμία να μην δοκιμάσεις ποτέ κάτι παρόμοιο σε αυτό το “μαζί”. Και υποθέτεις πως μία είναι η πραγματικότητα: ό,τι μεγαλώνει μέσα στις σκιές μας δε θα είναι ποτέ φυσιολογικό. Είτε ξυπνάς δίπλα στο πρόσωπο που αγαπάς, είτε ξεκλέβεις από τον πραγματικό σου χρόνο δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για να το συναντήσεις, είτε απλά το αναζητάς στα όνειρά σου. Δε θα είσαστε ποτέ φυσιολογικοί, επειδή το βαριέστε κι επειδή ποτέ δεν το κάνατε με αυτόν τον τρόπο από την αρχή.
Δεν έχεις ανάγκη από κανέναν να σε γεμίσει. Αγάπη κι έρωτα θέλει η ψυχή για να επαναστατήσει, να αγαλλιάσει, να ανθίσει και να μεταμορφωθεί.