Γράφει η Ελένη Κασιμάτη
Ήσουν πάντα σίγουρος. Σίγουρος πως όσο κι αν τσαλακωνόμουν, όσο κι αν πονούσα, όσο κι αν έβλεπα την αλήθεια να αναβοσβήνει μπροστά μου σαν χαλασμένο φανάρι, εγώ θα έμενα εκεί. Πλάι σου. Στην σκιά σου. Στο «ίσως» σου. Στο «θα δούμε» σου. Ήσουν βέβαιος πως είχα μάθει πια την διαδρομή της επιστροφής απ’ έξω κι ανακατωτά — και πως αρκούσε ένα χαμόγελό σου για να γυρίσω πίσω.
Αλλά ξέρεις τι δεν υπολόγισες;
Ότι κάποια στιγμή ο άνθρωπος κουράζεται να πείθει τον εαυτό του για κάτι που δεν υπάρχει. Κουράζεται να μαζεύει τα σπασμένα, κουράζεται να τρέχει πίσω από κάποιον που δεν αισθάνεται αρκετός για να σταματήσει να φεύγει.
Γιατί αυτό ήσουν.
Ένας άνθρωπος που έφευγε.
Με χίλιους τρόπους — με πράξεις, με σιωπές, με μισές αλήθειες, με φόβους που δεν είχες το θάρρος να παραδεχτείς. Και κάθε φορά που έμενα, δεν το θεωρούσες επιλογή. Το θεωρούσες δεδομένο.
Σου έδωσα χώρο, λόγο, χρόνο.
Σου έδωσα πίστη όταν δεν είχες καμία.
Σου έδωσα συναίσθημα όταν τα δικά σου ήταν θαμμένα κάτω από στρώματα ανασφάλειας.
Κι εσύ;
Μου έδινες ψίχουλα κάθε φορά που φοβόσουν μην σε ξεπεράσω.
Κάθε φορά που ένιωθες ότι μπορεί να φύγω πριν προλάβεις να εξαφανιστείς εσύ.
Και ξέρεις τι είναι το πιο ειρωνικό;
Δεν χρειάστηκε η πιο μεγάλη σου προδοσία για να φύγω.
Χρειάστηκε η πιο μικρή.
Εκείνη η τελευταία. Η τόσο ασήμαντη που δεν κατάλαβες ούτε εσύ ότι ήταν η σταγόνα.
Μα ήταν.
Γιατί κάποια μέρα, χωρίς φωνές, χωρίς δράμα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ξύπνησα και κατάλαβα πως δεν υπάρχει πια τίποτα να σώσω.
Όχι γιατί δεν άξιζες.
Αλλά γιατί δεν ήθελες.
Κι εγώ δεν μπορώ άλλο να αγαπάω για δύο.
Οι πληγές μου δεν είναι πια ανοικτές.
Είναι σημάδια.
Δείκτες.
Υπενθυμίσεις.
Και δεν ξέρω τι σε πονάει περισσότερο..
Ότι έφυγα… ή ότι κατάλαβες επιτέλους πως δεν γύρισα.
