Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Υπάρχουν άνθρωποι που περνούν από μπροστά σου σαν θολή κίνηση. Τους συναντάς στα ίδια μέρη, στα ίδια χρόνια, στα ίδια «τι κάνεις;» και δεν αφήνουν τίποτα πάνω σου. Ούτε χάραγμα, ούτε απορία, ούτε μια στιγμή να πεις «κάτι ένιωσα». Μικρές, προβλέψιμες συναντήσεις που μοιάζουν με φτηνές επαναλήψεις. Κι όσο κι αν διασταυρώνεστε ξανά και ξανά, μένουν ξένοι. Ξεκάθαρα, αδιάφορα, απόλυτα ξένοι.
Κι έρχεται μια μέρα που συναντάς έναν άνθρωπο για πρώτη φορά… μα είναι σαν να τον κουβαλούσες πάντα. Δεν χρειάζονται πολλά. Μια ματιά που κρατάει λίγο παραπάνω. Μια κουβέντα που δεν ψάχνει να εντυπωσιάσει. Ένα άγγιγμα στον αέρα που σε κάνει να αναρωτιέσαι από πού κρατάει η ρίζα αυτής της οικειότητας. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που δεν τους γνωρίζεις, τους θυμάσαι.
Και τον θυμάσαι. Από την πρώτη στιγμή. Από εκείνο το «κάπως» που δεν μπορείς να εξηγήσεις, μόνο να το νιώσεις. Κι από τη δική σου μεριά, ανοίγεσαι χωρίς θόρυβο, χωρίς φόβο. Δεν είναι παραχώρηση· είναι αναγνώριση. Μια βαθιά, προαιώνια αναγνώριση που μοιάζει με σπίθα που πέφτει πάνω σε ήδη έτοιμη φωτιά.
Κι όσο κι αν περνά ο καιρός, κοντά ή μακριά δεν κάνει διαφορά. Δεν χρειάζεται φυσική παρουσία για να κρατηθεί ένας δεσμός που γεννήθηκε στο ημίφως. Στις σκιές φτιάχνονται οι πιο δυνατές συνδέσεις, εκεί που δεν χρειάζεται να παίξεις ρόλους, ούτε να αποδείξεις ποιος είσαι. Εκεί που σε βλέπουν χωρίς να εκθέτεις τίποτα.
Με μερικούς ανθρώπους δεν επιλέγεις. Σε επιλέγει το άγνωστο μέσα σου. Σε τραβά μια αδιόρατη δύναμη, σαν να ήσασταν γραμμένοι σε μια σημείωση ξεχασμένη από άλλη ζωή. Δεν τους εξηγείς αυτούς τους δεσμούς. Τους κουβαλάς. Τους σέβεσαι. Τους κρατάς σε ένα σημείο μέσα σου που δεν μπαίνει κανείς άλλος.
Γιατί αυτοί οι λίγοι, οι εντελώς λίγοι… δεν ήρθαν για να συναντηθούν.
Ήρθαν για να μείνουν.
