Γράφει η Κατερίνα Μαυρίδου
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό που ζούμε. Δεν ξέρω πόσο δρόμο θα διανύσουμε μαζί, ούτε πόσες στάσεις θα κάνουμε πριν αποφασίσουμε –ή αναγκαστούμε– να κατέβουμε σε διαφορετικούς σταθμούς. Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση πως όλα κρατάνε για πάντα. Αλλά έχω πλήρη επίγνωση ότι αυτό εδώ… αυτό που χτίζουμε, αυτό που αναπνέουμε κάθε φορά που συναντιόμαστε… έχει κάτι σπάνιο.
Δεν προσποιούμαι πως δεν με τρομάζει το τέλος. Με τρομάζει. Όχι γιατί εξαρτώμαι από εσένα, αλλά γιατί μου έμαθες μια νέα εκδοχή της ζωής που δεν ήξερα ότι μπορούσα να ζήσω. Με έβαλες σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις αποκτούν νόημα, οι κινήσεις έχουν βάρος και η παρουσία σου δεν μοιάζει απλή συνήθεια, αλλά επιλογή. Κάθε μέρα.
Και ξέρεις… μερικοί άνθρωποι έρχονται για να σε αλλάξουν χωρίς να το καταλάβεις. Για να σου δείξουν κομμάτια του εαυτού σου που αγνοούσες. Για να σου θυμίσουν ότι ακόμα κι όταν η καρδιά σου είναι ταλαιπωρημένη, μπορεί να ξανανοίξει. Μπορεί να εμπιστευτεί. Μπορεί να «ανθίσει» μ’ εκείνον τον τρόπο που νόμιζες πως έχασες για πάντα.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό το «μαζί». Ξέρω όμως πως δεν θέλω να το μικρύνω μέσα μου, ούτε να προσποιηθώ πως είναι κάτι πρόχειρο ή τυχαίο. Είναι κάτι που ήρθε αθόρυβα, σχεδόν διακριτικά, και μπήκε βαθιά. Σαν εκείνο το χρώμα στο νερό που απλώνει παντού χωρίς προσπάθεια.
Κι όταν –αν– κάποια στιγμή πάρει τέλος, θέλω να έχει μια γλυκιά γεύση. Θέλω να σε θυμάμαι χωρίς πίκρα, χωρίς θυμό, χωρίς εκείνο το «αν είχαμε προσπαθήσει λίγο παραπάνω». Θέλω να σε θυμάμαι όπως είσαι τώρα. Να σε θυμάμαι κι εσύ, χωρίς να το παραδέχεσαι, να χαμογελάς όταν περνάει το όνομά μου απ’ το μυαλό σου.
Γιατί, όση διάρκεια κι αν έχει αυτό, σου υπόσχομαι κάτι..
την ομορφιά του, δεν θα την ξεθωριάσει ούτε ο χρόνος.
