Γράφει η Δανάη Χριστοδούλου
Δεν είναι ότι με απογοήτευσες.
Είναι το πόσο σύντομα το έκανες.
Το πόσο γρήγορα φάνηκε πως ό,τι μου έλεγες, δεν είχε ποτέ πραγματικό βάθος.
Πόσο εύκολα τα «πάντα» σου έγιναν «δεν προλαβαίνω».
Τα «είμαι εδώ» έγιναν «δεν μπορώ».
Και τα βλέμματα που κάποτε υποσχέθηκαν, έγιναν κενά.
Δεν σε κατηγορώ που δεν άντεξες.
Οι άνθρωποι, βλέπεις, δεν αντέχουν πάντα αυτά που λένε πως θέλουν.
Μόνο που εγώ ήμουν εκεί — αληθινά, ολόκληρα, χωρίς “ίσως” και “θα δούμε”.
Κι αυτό πονάει. Όχι γιατί χάθηκε κάτι τεράστιο, αλλά γιατί δεν πρόλαβε να υπάρξει.
Γιατί έμεινε στη μέση.
Σαν τραγούδι που κόβεται πριν το ρεφρέν, αφήνοντάς σε με το μισό συναίσθημα στο στόμα.
Με απογοήτευσες γρήγορα, κι αυτό είναι που καίει περισσότερο.
Δεν πρόλαβα ούτε να σε θυμώσω, ούτε να σε νοσταλγήσω.
Μόνο να σε καταλάβω, κι αυτό, δυστυχώς, το κατάφερα.
Κατάλαβα πως ήρθες για λίγο, όχι για να μείνεις.
Πως σ’ ενδιέφερε η αρχή, όχι η συνέχεια.
Και ξέρεις κάτι;
Δεν σε χρειάζομαι για να ολοκληρώσω το κεφάλαιο.
Το τελείωσα μόνη μου.
Έβαλα τελεία εκεί που εσύ έφυγες με αποσιωπητικά.
Δεν είναι ότι με απογοήτευσες, λοιπόν.
Είναι ότι με δίδαξες, πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενα,
πως δεν χρειάζεται να κρατάω κανέναν που δεν θέλει να μείνει.
Κι ίσως τελικά, αυτό να είναι η πιο τίμια μορφή απογοήτευσης —
εκείνη που σε ξυπνά, όχι εκείνη που σε καταστρέφει.
