Γράφει ο Κωνσταντίνος Ρούσσος
Σε ρωτάω λοιπόν, όχι γιατί περιμένω απάντηση, αλλά γιατί θέλω να δω αν έχεις το θάρρος να κοιτάξεις έστω μια φορά την αλήθεια σου κατάματα.
Πώς γίνεται ρε άνθρωπε να ξέχασες τα βράδια μας; Πώς γίνεται να διαγράφεις στιγμές που κάποτε σε έκαναν να τρέμεις; Πώς γίνεται να περνάς δίπλα από τις μνήμες σαν να είναι περαστικοί και όχι το σπίτι σου για χρόνια ολόκληρα;
Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό. Δεν μπορώ να χωνέψω πως υπάρχει άνθρωπος που ξεχνά τα χέρια που τον κράτησαν όταν δεν τον άντεχε ο κόσμος, που ξεχνά τη φωνή που τον μάζευε από το χάος, που ξεχνά τον έρωτα, όχι το πάθος, όχι τη συνήθεια, τον έρωτα που κάποτε τον άλλαξε.
Γιατί ξέρεις τι με πονάει περισσότερο; Όχι που έφυγες, αλλά που έφυγες σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Μου λες ότι «έτσι είναι η ζωή». Μόνο που η ζωή δεν έχει κουμπί delete. Έχει κουμπί δειλίας, έχει κουμπί φυγής, έχει κουμπί «αποφεύγω να νιώσω», αλλά delete; Όχι. Αυτό το πατάνε μόνο όσοι δεν άντεξαν ποτέ αυτό που πήγαν να ζήσουν.
Σε ρωτάω ξανά: πώς γίνεται να χάνεται έτσι ο έρωτας; Σαν να ήταν screenshot και όχι δέρμα. Σαν να ήταν φλερτ ενός λεπτού και όχι ανάσα νυχτερινή. Σαν να μην άγγιξε τίποτα μέσα σου βαθύτερο από το επιφανειακό.
Κι αν το έχασες έτσι εύκολα, τότε πες την αλήθεια∙ δεν ήταν ο έρωτας που χάθηκε, εσύ ήσουν που δεν άντεξες να τον κρατήσεις. Γιατί ο έρωτας, ο αληθινός, δεν χάνεται. Δεν εξαφανίζεται σε μια στροφή, δεν ξεθωριάζει επειδή μπήκε τρίτος στο κάδρο, δεν σβήνει επειδή βρήκες κάτι πιο βολικό ή πιο εύκολο.
Ο έρωτας χάνεται μόνο όταν δεν έχεις πού να τον ακουμπήσεις μέσα σου, όταν δεν τον χωράνε οι φόβοι σου, όταν η καρδιά σου βολεύεται στο «λίγο» επειδή το «πολύ» σε τρομάζει.
Και το πιο ειρωνικό; Εγώ ακόμα θυμάμαι. Και όχι επειδή δεν ξέρω να ξεχνάω, αλλά επειδή ό,τι έζησα μαζί σου ήταν αληθινό.
Κι αλήθεια, ό,τι κι αν κάνεις, εσύ μπορεί να το έσβησες. Εμένα όμως, δεν με έσβησες.
