Σαν μακρινό, Χριστουγεννιάτικο παραμύθι μοιάζει πια η απουσία σου..


Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
Παρίσι.
Οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν δώδεκα παρά τέταρτο, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, λίγο πριν ανταμώσω τα φαντάσματά μου.
Ένας κόμπος με πνίγει στο λαιμό.
Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.
Με μηχανικές κινήσεις προσπαθώ να χαλαρώσω τη γραβάτα μου.
Σε λίγο θα σε συναντήσω, θα σε δω μετά από τόσο καιρό..
Ιδρώτας αρχίζει να μουσκεύει τους κροτάφους μου που έχουν πια γκριζάρει.
Άγχος,αγωνία, φόβος, πόθος, ελπίδα και λαχτάρα γίνονται θεριά μέσα μου, έτοιμα να παλέψουν με θεούς και δαίμονες.
Ανάβω ένα τσιγάρο λίγο πριν αφεθώ στα χέρια του ανέμου και στις γλυκόπικρες θύμισες.
Ο καπνός που φυσώ από τα γέρικα πνευμόνια μου σχηματίζει τη μορφή σου, λες και θέλει να πονέσω, να κατρακυλήσω και να γίνω ένα με τη θλίψη που έχει γίνει πια μόνιμος κάτοικος στην καρδιά μου.
Πρόσωπο ολοστρόγγυλο, αθώο, γλυκό, που μοιάζει με φεγγάρι.
Χείλη κόκκινα σαν το αίμα και μάτια καστανά, τόσο διαφορετικά, τόσο μοναδικά , τόσο διαβολεμένα όμορφα..
Πάει καιρός από τότε..
Πάει καιρός από τότε που έγινες ένα με το θρόισμα των φύλων, σκόρπισες σαν χρυσόσκονη εξωτικής νεράιδας και γλίστρησες μέσα από τα δάκτυλα των χεριών μου.
Δυο ψυχές που κάποτε αγαπήθηκαν, πόνεσαν και πάλεψαν, θέλησε η ζωή να τις χωρίσει.
Έφυγες και πήρες μαζί σου τα φώτα εκείνα που στόλιζαν την καρδιά μου.
Τώρα πια νιώθω πως δεν έχει μείνει τίποτε, παρά μονάχα ένα ιερό, λεηλατημένο τοπίο, παραμελημένο, απρόσιτο και σκοτεινό.
Λείπεις, όμως εγώ σε βλέπω..
Στέκεσαι εκεί στην πολυθρόνα, φορώντας τη μεταξωτή σου ρόμπα και με περιμένεις όπως τότε που αργούσα να γυρίσω και εσύ ανησυχούσες.
Σε βλέπω να γυρίζεις μια προς μία τις σελίδες του αγαπημένου σου βιβλίου κουλουριασμένη στον καναπέ.
Προσπαθώ να σε γευτώ και γίνομαι ένα με την αγαπημένη σου σοκολάτα.
Έφυγες και με άφησες μόνο σε ένα δωμάτιο παγωμένο, να προσπαθώ μάταια να γιατρέψω τις πληγές της σάρκας μου και της ψυχής μου.
Μονάχα πίνω, για να ξεχάσω..
Βλέπεις, ήρθαν και πάλι Χριστούγεννα..
Αυτή η περίοδος που κάποτε με γέμιζε χαρά, τώρα με πληγώνει αφόρητα, γιατί σε πήρε από κοντά μου.
Όλα γύρω μου είναι φωτεινά και γιορτινά, αλλά μέσα μου κυριαρχεί το πένθος.
Δε θυμάμαι να με ρώτησε κανείς..
Δε θυμάμαι να συμφώνησα σε κάτι..
Είναι αβάσταχτος και βαρύς ο πόνος της απώλειας.
Αφήνω τα λιγοστά πια δάκρυά μου να μουσκέψουν το μαξιλάρι σου.
Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να σε μυρίσω.
Θέλω τόσο πολύ να σε αγγίξω, όμως δε μπορώ.
Τα σύννεφα είναι εύθραυστα, όπως και εσύ.
Αισθάνομαι δυο χέρια παγωμένα να με αγγίζουν και να ζεσταίνουν την καρδιά μου.
Είσαι εσύ..
Τα βλέφαρά μου βαραίνουν, κλείνουν.
Ήρθε η ώρα να σε ανταμώσω όπως κάθε βράδυ στα όνειρά μου..