Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Ξέρεις ποιο είναι το πιο σκληρό κομμάτι της ιστορίας μας; Δεν είναι ότι τελειώσαμε. Δεν είναι ούτε που απομακρύνθηκες, ούτε που ξύπνησες μια μέρα και δε με αναγνώριζες. Το πιο σκληρό είναι πως κάποτε με έβαλες μέσα σου τόσο βαθιά, που τώρα το κενό μοιάζει απέραντο.
Μην το αρνηθείς. Οι άνθρωποι που αγαπούν πολύ, πρώτα γεμίζουν μέχρι να ξεχειλίσουν. Κι ύστερα, όταν κουραστούν από το βάρος, όταν το αίμα τους γίνει στάχτη και η ψυχή τους κουβαλήσει περισσότερα απ’ όσα τους αναλογούν, αδειάζουν. Μα όχι με θόρυβο. Ήσυχα. Απόλυτα. Σα να μη συνέβη τίποτα ποτέ.
Δεν σε κατηγορώ. Ξέρω καλά πόσο πολύ έδωσες, πόσο περίμενες να ανταμειφθείς με την ίδια ένταση, την ίδια φλόγα. Κι εγώ; Εγώ μάλλον νόμιζα πως το να σ’ έχω δεδομένη ήταν αρκετό. Νόμιζα πως η αγάπη σου ήταν ανεξάντλητη. Πως όσο κι αν τραβούσα, όσο κι αν απομακρυνόμουν, πάντα θα σε βρίσκω εκεί, με την καρδιά ορθάνοιχτη.
Κι όταν ήρθε το τέλος; Δεν ήταν φωνές, δεν ήταν δράματα. Ήταν σιωπή. Η σιωπή σου. Αυτή η σιωπή πονάει περισσότερο κι από τα σ’ αγαπώ που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Ξέρεις γιατί; Γιατί κατάφερες να μη νιώθεις τίποτα. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό που μπορεί να σου συμβεί όταν αγαπάς πολύ. Να φτάσεις στο σημείο να μην αγαπάς καθόλου. Όχι γιατί δεν ήσουν ικανή να αγαπήσεις. Αλλά γιατί ήσουν τόσο ικανή, που όταν άδειασε η δεξαμενή, δεν έμεινε ούτε σταγόνα.
Κι αν με ρωτήσεις τώρα ποιος φταίει, θα σου πω μόνο αυτό: οι επιλογές μας, οι μικρές καθημερινές αποφάσεις μας, τα “δεν πειράζει”, τα “θα περάσει”. Αυτά μας έφεραν εδώ.
Οπότε να τους αφήσεις όλους να λένε. Πως τάχα δεν αγάπησες αρκετά. Εγώ ξέρω. Αγάπησες όσο λίγοι. Κι όταν σταμάτησες να νιώθεις, ήταν γιατί πρώτα ένιωσες τα πάντα.
