Γράφει η Λέλα Σακήλια
«Πάμε;» με ρωτάς και για μια στιγμή όλα παγώνουν. Μοιάζει τόσο απλό, δυο συλλαβές, λίγος αέρας που βγαίνει απ’ το στόμα σου. Κι όμως, εκεί μέσα χωράει όλη η υποκρισία, η άγνοια, η δειλία σου. Γιατί ξέρω πως αν σε κοιτάξω καλά στα μάτια, δεν θα δω βεβαιότητα. Θα δω την πρόθεση να δοκιμάσεις, αλλά όχι να μείνεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος μου λέει «πάμε». Το έχω ακούσει σε τόσες παραλλαγές που θα έπρεπε να γελάω. Άλλος το είπε για να καλύψει την ενοχή του, άλλος για να σβήσει τα αποτυπώματα της μοναξιάς του, άλλος για να νομίσει πως κάνει κάτι σπουδαίο. Κανείς τους δεν το εννοούσε. Κανείς τους δεν έμεινε όταν άρχισαν τα δύσκολα.
Έρωτας δεν είναι απλή επιλογή, ούτε στιγμιαία ορμή. Είναι δέσμευση. Είναι η απόφαση να μείνεις όταν όλα καταρρέουν. Να κρατήσεις το χέρι μου όχι όταν λάμπω, αλλά όταν είμαι ένα κουβάρι από φόβο και θυμό. Αν δεν το αντέχεις, μη με ρωτάς τίποτα.
Δεν θέλω να ξαναπαίξω στο ίδιο θέατρο. Δεν έχω πια χώρο για ηθοποιούς που φοβούνται το τέλος, αλλά θέλουν να ζήσουν την αρχή. Αν πρόκειται να φύγεις όταν το σκηνικό αλλάξει, φύγε τώρα. Αν δεν μπορείς να κοιτάξεις τις ρωγμές μου και να πεις «εκεί θα σταθώ», δεν έχουμε τίποτα να μοιραστούμε.
«Πάμε;»… Δεν ξέρεις τι ρωτάς. Γιατί αν πούμε «πάμε», θα περπατήσουμε σε δρόμους που δεν έχουν επιστροφή. Θα πονέσουμε, θα διαλυθούμε, ίσως και να χαθούμε. Μα αν αντέξουμε, θα ξέρουμε πως δεν ήταν απλώς μια υπόσχεση της στιγμής.
Αν θες απλώς να περάσεις την ώρα σου, βρες άλλη παρέα. Αν όμως έχεις τα κότσια να μείνεις όταν θα γίνω εγώ η καταιγίδα σου, τότε ναι. Πάμε. Μα να θυμάσαι: αυτή η λέξη δεν είναι αστείο. Είναι το εισιτήριο για κάτι που δεν έχει επιστροφή.
