Με πείραξε η δειλία σου απέναντι στον έρωτα.
Γράφει η Γεώρα
Με πείραξε που δεν προσπάθησες.
Με πείραξε που χάθηκες.
Με πείραξε που τελικά φάνηκε πως δεν ένιωσες.
Με πείραξε η δειλία σου απέναντι στον έρωτα.
Με πείραξε που επέλεξες τελικά το εύκολο.
Με πείραξε που σαν κλέφτης στιγμών απλά υπήρξες.
Με πειράζει που δεν μπορώ να μετράω και άλλες αγκαλιές από εσένα.
Με πειράζει που δεν μπορώ να αντικρίσω το χαμόγελό σου.
Με πειράζει που δεν μπορώ να ακούσω την φωνή σου και το γέλιο σου!
Με πειράζει που δεν μπορώ να κρυφοκοιτάζω τα μάτια σου κάθε φορά που προφέρεις το όνομά μου.
Με πειράζει που τα χείλη μου, τα χείλη σου δεν έχουν δικαίωμα να νιώσουν!
Μα πιο πολύ από όλα με πείραξε και με πειράζει που δεν ήθελα να δω, δεν ήθελα να πιστέψω, ότι έτσι θα κατέληγε.
Με πείραξε που πίστεψα στην τρυφερότητα των λέξεών σου και στο απαλό άγγιγμα σου και πήγα κόντρα στον φόβο μου, στον φόβο της λογικής και άφησα την πόρτα του συναισθήματος χωρίς ασφάλεια.
Με πείραξε που όλα ήταν εναντίον και εσύ υπέκυψες σε αυτά.
Με πείραξε και με πειράζει που σε έντυσα με αγάπη και έρωτα και εσύ νικήθηκες από ένα σου φόβο.
Με πείραξε και με πειράζει η φυγή σου.
Και σιγά σιγά αρχίζω και δέχομαι την απουσία σου, σκοτώνω ελπίδες και συνάμα της ανασταίνω πάλι και ύστερα επειδή φοβάμαι τον πόνο που ένιωσα τις σκοτώνω με θάρρος, έχοντας πάντα φυλαγμένη μία σε εκείνη την ανοιχτή πόρτα του συναισθήματος που άφησα για σένα, που κάθε μέρα όμως, ζυγώνει όλο και πιο πολύ στο κλείσιμο της!
Με πείραξε και με πειράζει που ένιωσες και ένιωσα και στον φόβο σου ενέδωσα. Γιατί κάθε μέρα που περνάει βλέπω τα τείχη να σηκώνονται και πάλι. Κάθε μέρα που περνάει η θύμησή σου αρχίζει και ξεθωριάζει!
Και αυτό με πείραζε και με πειράζει!