Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Θες να σου πω απόψε ποιο είναι το μεγαλύτερο αγρίμι που έφτιαξε η φύση;
Είναι εκείνη η γυναίκα που κανένας από τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή της δεν κατάφερε να την κάνει να νιώσει γυναίκα.
Που σχεδόν την “έπεισαν” πως δεν αξίζει σαν θηλυκό.
Που την άφησαν χιλιάδες βραδιές να κοιμάται ανέγγιχτη, να μην παίρνει αγκαλιές, βλέμματα κι οργασμούς.
Να αμφιβάλλει για την ίδια της τη φύση…
Κι όμως, αυτό το “αγρίμι”, δεν λύγισε. Ίσιωσε την πλάτη της, φόρεσε τα τραύματά της σαν κοσμήματα και προχώρησε.
Έμαθε να μην περιμένει, να μη ζητάει, να μη σπαταλάει το κορμί της σε μάτια που απλώς το κοιτάνε.
Γιατί το σώμα της ποτέ δεν ήταν μόνο σάρκα, ήτανε γη εύφορη, ήταν θυσιαστήριο, ήτανε σπίτι και καταιγίδα μαζί.
Και όσο εκείνοι την προσπερνούσαν, αυτή θέριευε μέσα της μια φωτιά.
Που όμως δεν έκαιγε για να καταστρέψει, μα για να θυμίσει. Να θυμίσει ότι δεν είναι όλες οι γυναίκες για να τις “έχεις”.
Κάποιες, πρέπει να τις αντέξεις πρώτα.
Κάποιες πρώτα πρέπει να τις νιώσεις, κι ύστερα να γονατίσεις μπροστά τους, όχι από αδυναμία όμως, μα από σεβασμό.
Γιατί το μεγαλύτερο αγρίμι, δεν είναι αυτό που ουρλιάζει. Είναι αυτό που έμαθε να σωπαίνει.
Μέχρι να βρει το βλέμμα που θα την αναγνωρίσει.
Και τότε, όλος ο κόσμος θα σωπάσει για να ακούσει τον αναστεναγμό της.
Κι εγώ τη βρήκα!
Την είδα με τα μάτια χαμηλωμένα και την ψυχή της ματωμένη, μα το κορμί της όρθιο.
Την άγγιξα σαν να ακουμπούσα ορθάνοιχτη πληγή, όχι για να την κάνω δική μου, αλλά για να της θυμίσω πως πονάει ακόμα, γιατί ακόμα είναι ζωντανή.
Γιατί κανείς δεν ήταν ικανός να την σκοτώσει τελικά.
Και τώρα πια, κάθε μέρα την κρατάω όπως της αξίζει, σαν γυναίκα, σαν μυστήριο, σαν θαύμα.
Γιατί το αγρίμι δεν ήθελε να το δαμάσουν, ήθελε απλώς κάποιον να περπατήσει μαζί του μέσα στο σκοτάδι.
Και να το οδηγήσει ξανά στο φως, κι εκεί, να δαμαστεί από μόνο του…
Το νου σου, περήφανα πλάσματα, σου λέω, τα αγρίμια αδερφέ!
