Γράφει ο Αντρέας Φιλίδης
Κάποτε πίστευα πως το «εμείς» αξίζει κάθε μάχη. Πως αν επιμένεις, αν σφίγγεις τα δόντια και δίνεις τα πάντα, στο τέλος θα βγει το φως. Μα έκανα λάθος. Γιατί η υπομονή δεν σε σώζει· η υπομονή σε σκοτώνει αργά. Και δεν είναι η ήττα που σε τσακίζει, αλλά η φθορά. Οι ίδιες δικαιολογίες, τα ίδια ψέματα, οι ίδιες σιωπές που γίνονται καρφιά.
Μάθαμε να μιλάμε για αγάπη, μα στην πραγματικότητα παλεύαμε με τους εγωισμούς μας, με τα δικά μας «θέλω» που δάγκωναν το ένα το άλλο. Ό,τι χτίζαμε με πάθος, το γκρεμίζαμε με μανία. Κι έπειτα φορούσαμε τη μάσκα της δήθεν δύναμης, λες κι ήταν αρκετή για να κρύψει τα συντρίμμια.
Ο έρωτας δεν είναι μπάσταρδος. Εμείς τον καταντήσαμε έτσι, με τις κάλπικες υποσχέσεις και τις μισές προσπάθειες. Θεοποιήσαμε την καύλα, μα όταν εκείνη έσβηνε, μέναμε άδειοι, ανίκανοι να σταθούμε στο ύψος των ίδιων μας των λέξεων. Το πάθος που κάποτε μας έτρεφε, κατέληξε να μοιάζει με ένα χλιαρό χάδι.
Κι εγώ, που πίστευα πως μπορώ να αντέξω, πως μπορώ να σώσω ό,τι καίγεται, έφτασα στο σημείο να σιχαθώ ακόμα και τον εαυτό μου. Γιατί έμεινα όταν όλα γύρω μου φώναζαν «φύγε». Γιατί σε κράτησα όταν εσύ είχες ήδη φύγει μέσα σου.
Γι’ αυτό φεύγω τώρα. Όχι γιατί δεν αγάπησα, αλλά γιατί δεν έχω πια τίποτα να δώσω. Η επιμονή μου έγινε τάφος και δεν θέλω να θαφτώ μέσα της. Θα φύγω με τη σιωπή που σου αξίζει και με την αξιοπρέπεια που μου απέμεινε.
Κράτα τα όλα. Εγώ κρατάω μόνο την απόφαση. Κι αν θες να θυμάσαι κάτι, θυμήσου αυτό: δεν λύγισα γιατί έφυγα· λύγισα γιατί έμεινα.
