Γράφει η Λέλα Σακήλια
Εσύ έλεγες πολλά… κι εγώ, όπως πάντα, τα άκουγα όλα. Με την ησυχία εκείνης που έχει μάθει να διαβάζει πίσω απ’ τις λέξεις, με το χαμόγελο εκείνο το μισό, που δεν ξέρεις αν είναι τρυφερό ή κουρασμένο. Γιατί ήξερα. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή. Απλώς σου έδινα χρόνο∙ χρόνο να σταθείς, χρόνο να πιστέψεις, χρόνο μήπως και καταφέρεις να κάνεις το παραμύθι αλήθεια. Μήπως και δώσεις μια ευκαιρία στον εαυτό σου να αγαπήσει χωρίς να φοβάται.
Μα εσύ, αγάπη μου, εσύ μόνο από εφιάλτες ήξερες. Ούτε από παραμύθια, ούτε από φως. Έμαθες να ζεις μέσα στις σκιές και να ορκίζεσαι πως είναι μέρα. Έμαθες να τρέχεις πριν σε κυνηγήσουν και να πληγώνεις πριν πληγωθείς. Κι εγώ; Εγώ στεκόμουν απέναντί σου με ανοιχτές παλάμες, να χωρέσω ό,τι σου ξέφευγε. Με μια καρδιά που δεν ήξερε να στήνει άμυνες, παρά μόνο να δίνει. Και περίμενα. Περίμενα στωικά, σχεδόν αθώα, πως κάποια στιγμή θα έβλεπες τη διαφορά, πως θα καταλάβαινες ότι δεν ήρθα για να σε πολεμήσω, αλλά για να σε μάθω απ’ την αρχή.
Μα η αλήθεια είναι πως δεν έφταιγες. Κανείς δεν σου έμαθε ποτέ τη γλώσσα των παραμυθιών. Κανείς δεν σου μίλησε για αγκαλιές που σώζουν, ούτε για ανθρώπους που μένουν. Κανείς δεν σου είπε ότι η αγάπη δεν είναι απειλή∙ είναι καταφύγιο. Κι έτσι, όσο κι αν προσπάθησα να σου δείξω τον δρόμο, εσύ διάλεγες πάντα να επιστρέφεις στη σκοτεινή σου πλευρά. Εκεί που νιώθεις ασφαλής. Εκεί που δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα, ούτε να αγαπηθείς στ’ αλήθεια.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο θλιβερό: όχι ότι δεν με αγάπησες, αλλά ότι δεν αγάπησες ποτέ τον εαυτό σου αρκετά, για να χωρέσει μέσα του κι εμένα.
