Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Μην γελάς.
Αλήθεια στο λέω, κι ας μην την ξέρεις ακόμα. Είσαι ολόιδιος το επόμενο λάθος της. Το διάβασα στα χέρια σου, στον τρόπο που σκύβεις ελαφρά όταν τη κοιτάζεις, στη σκιά σου που στάθηκε δίπλα της πριν καν εσύ τολμήσεις να πλησιάσεις.
Μην γελάς.
Σε περίμενε. Όχι σαν σωτηρία, σαν καταδίκη. Σαν άνιση μάχη που ξέρει πως θα χάσει. Εσύ με όπλα, εκείνη άοπλη. Εσύ με στρατηγική, εκείνη με γυμνή καρδιά και καθαρό χαμόγελο. Κι όταν χυθεί αίμα, θα είναι το δικό της. Θα πονάει, κι όμως θα σου χαμογελάει. Θα ξέρεις τι θέλει να ακούσει, θα το πεις. Κι εκείνη θα σε διαβάζει στα χείλη, θα γεύεται τις λέξεις σου σαν ευαγγέλιο, σαν παραμύθι που την πείθει να μείνει.
Η σκιά σου θα την στοιχειώσει. Θα είναι παντού. Στις βιτρίνες, στα τραγούδια, στις λέξεις που θα γράφει, στα βιβλία που θα διαβάζει, κάτω από το ίδιο της το δέρμα. Ακόμα και όταν δεν είσαι εκεί, θα σε κουβαλάει. Θα σε μισεί που είσαι παντού. Θα σε μισεί που δεν είσαι πουθενά.
Μην γελάς.
Λίγο πριν την έκρηξη, νιώθεις την ένταση να ανεβαίνει από το έδαφος. Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, φοβάσαι το σκοτάδι. Έτσι είναι και τώρα. Μια αναπνοή πριν χαθείτε και οι δύο.
Σε αναγνώρισα. Θα μιλήσετε για όλα και για τίποτα. Θα γελάσετε με τα ίδια αστεία, θα πονέσετε στον ίδιο ρυθμό. Κι ύστερα θα μισήσεις να την αγαπάς. Γιατί θα είναι παραπάνω απ’ όσα έψαχνες, και δεν θα μπορείς να την κουλαντρίσεις. Θα σε εκνευρίζει και θα τη βρίσκεις έντονη. Θα είναι το λάθος σου. Το πιο γλυκό και το πιο φρικτό λάθος σου.
Εκείνη θα δώσει νόημα σε στίχους που μέχρι χθες αγνοούσες. Θα γίνει η παρουσία που θα σε δέσει, η απουσία που θα σε διαλύσει. Θα φύγει αφήνοντας όμηρο τη σκιά σου, να τριγυρνά εκεί που δεν θα μπορείς να την ξεριζώσεις.
Γιατί εσύ ζητάς θαύματα.
Κι εκείνη θα είναι απλώς ένας άνθρωπος που πιστεύει σε θαύματα. Ο άνθρωπος, που σου έμαθε πώς είναι να ζεις τα θαύματα.
