Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Δεν ξέρω πότε σταματήσαμε να είμαστε “εμείς”.
Δεν θυμάμαι καν τη στιγμή που έκλεισε η πόρτα πίσω σου.
Θυμάμαι μόνο τη σιωπή που ήρθε μετά.
Μια σιωπή που δεν κάνει θόρυβο,
αλλά βαραίνει τα πάντα.
Το δωμάτιο, το κορμί, την ψυχή.
Δεν με πονάει που λείπεις.
Με πονάει που λείπω κι εγώ.
Που χάθηκα μέσα σε μέρες που δεν είχαν χρώμα.
Που σταμάτησα να με αναγνωρίζω.
Που πήγα να σε κρατήσω κι έχασα τον εαυτό μου.
Δεν γράφω για να συγκινήσω.
Γράφω γιατί μερικά πράγματα δεν λέγονται αλλιώς.
Και δεν θέλω να ξεχαστείς.
Αλλά ούτε θέλω να ξεχάσω κι εγώ πώς είναι να ζω, όχι απλώς να επιβιώνω.
Η απουσία σου έγινε η συνήθεια που δεν επέλεξα.
Και η μοναξιά δεν είναι η τιμωρία σου. Είναι η επιλογή μου.
Να κάτσω με ό,τι άφησες.
Να μην γεμίσω το κενό με ψέματα, αλλά με εμένα.
Να μην προσποιηθώ πως είμαι καλά. Αλλά να σταθώ, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Ξέρω πως κάποια στιγμή θα σε ξεπεράσω.
Όχι γιατί έπαψα να σε θέλω.
Αλλά γιατί ξανάβρηκα εμένα.
Και όταν ξαναγίνεσαι “εσύ”, δεν χωράει πλέον ένας έρωτας που τελείωσε με ερωτηματικό.
Δεν λείπεις, λοιπόν.
Λείπουμε.
Γιατί στην τελευταία στροφή,
δεν σε άφησα.
Σε έχασα.
