Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Τους ακούς να μιλάνε. Να φλυαρούν λες και ξέρουν τη ζωή σου καλύτερα από εσένα. Λες και περπάτησαν στα ίδια χώματα, στις ίδιες νύχτες, στα ίδια χαράματα που κράτησες τα δάκρυα με τα δόντια.
Κι εσύ μου λες ότι σκέφτεσαι να τους δώσεις σημασία;
Όχι. Δεν αξίζει!
Κανείς τους δεν ήταν εκεί όταν πονούσες. Κανείς δεν είδε την ανάσα σου να κόβεται για να σταθείς όρθια. Κι όμως, σήμερα πλασάρονται σαν «δικοί σου». Φθηνά λόγια, άδειες μάσκες.
Εσύ όμως, χάραζες πάντα τη δική σου ρότα, ακόμα κι όταν ήξερες πως πας κατευθείαν πάνω στα βράχια. Έκανες αυτό που γούσταρες, όχι αυτό που “έπρεπε”. Κι όταν έπεσες, τα λάθη σου δεν τα έκρυψες. Τα φόρεσες σαν παράσημο. Όχι σαν περηφάνια, αλλά σαν μαθήματα.
Λίγοι το κάνουν αυτό. Ακόμα λιγότεροι επιβιώνουν.
Ό,τι σε πλήγωσε τότε, ξεπερνά κάθε κουβέντα, κάθε σχόλιο, κάθε κρίση που ξερνάνε σήμερα οι «ειδικοί». Εκείνοι που κρίνουν χωρίς να έχουν πληρώσει τίποτα. Χωρίς να έχουν χάσει τίποτα.
Εσύ πλήρωσες. Εσύ άντεξες. Εσύ ξαναέχτισες τον εαυτό σου με τα ίδια σου τα χέρια, από τα κομμάτια που έσπασαν.
Έμαθες να μην αφήνεις κανέναν να σε μικραίνει.
Έμαθες να κρατάς δίπλα σου λίγους, τους καθαρούς. Τους αληθινούς.
Κι όταν οι υπόλοιποι έγιναν βάρος, ή άγκυρες, εσύ δεν βούλιαξες.
Έμαθες να κολυμπάς. Και μάλιστα καλύτερα από όλους.
Κι αν θες να σταθεί κάποιος δίπλα σου; Πρέπει να σε δει όπως είσαι. Δυνατή επειδή αναγκάστηκες. Αδύναμη επειδή είσαι άνθρωπος. Τρωτή, καθαρή, αληθινή.
Δεν χρωστάς σε κανέναν εξηγήσεις.
Δεν εμφανίζεσαι για όλους.
Πια, ανήκεις μόνο στους λίγους, τους δικούς σου.
Κι αυτό, κορίτσι μου, είναι η μεγαλύτερη νίκη σου.
