Γράφει η Χριστίνα Μανωλά
Άστο. Μην γυρίσεις. Μην ξοδέψεις ούτε βήμα, ούτε ανάσα για να με βρεις. Γιατί συνήθισα την απουσία σου. Έγινε ρούχο πάνω μου, έγινε σιωπή που έμαθα να ακούω. Όσο κι αν πόνεσε στην αρχή, όσο κι αν έψαχνα τα ίχνη σου στα σεντόνια, στις μυρωδιές, στα βράδια που δεν τελείωναν, τώρα πια έμαθα.
Έμαθα να ξυπνάω χωρίς εσένα. Να φτιάχνω τον καφέ μου χωρίς να περιμένω τα μάτια σου απέναντι. Να περπατάω στον δρόμο χωρίς να ψάχνω αν έρχεσαι πίσω μου. Η απουσία σου έγινε συνήθεια και η συνήθεια, ελευθερία.
Κάποτε θα σκεφτόμουν πως το να γυρίσεις θα ήταν λύτρωση. Σήμερα ξέρω πως θα ήταν πισωγύρισμα. Δεν θέλω να σε μισήσω, αλλά ούτε και να σε χωρέσω ξανά στη ζωή μου. Γιατί εκεί που ήσουν, έμαθα να γεμίζω μόνη μου τα κενά. Κι αυτά τα κενά είναι τώρα δικά μου, δεν σου ανήκουν.
Ξέρεις τι έμαθα; Ότι κανείς δεν είναι αναντικατάστατος. Ότι μπορεί να πέσεις, να τσακιστείς, να πιστέψεις πως τελείωσες, και όμως να ξανασηκωθείς. Ότι η ζωή συνεχίζεται, ακόμα κι όταν σταματάει ο δικός σου κόσμος.
Δεν σε περιμένω πια. Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις, δεν χτίζω σενάρια. Αν εμφανιστείς, θα σε δω σαν ξένο. Όχι από κακία, αλλά γιατί έτσι γράφτηκε το τέλος μας. Έτσι έμαθα να σβήνω ό,τι πονάει, κι εσύ ήσουν το πιο μεγάλο μου αγκάθι.
Γι’ αυτό άστο. Μην γυρίσεις. Γιατί εγώ γύρισα σελίδα. Και ξέρεις τι; Εκείνη η σελίδα δεν σε χωράει πια.
