Γράφει ο Μιχάλης Στεφανίδης
Τίποτα δεν μένει αν το αφήσεις.
Μπορεί να το νομίζεις, να το ελπίζεις, να καθησυχάζεις τον εαυτό σου πως κάποια πράγματα είναι δικά σου, πως κάποιοι άνθρωποι δεν φεύγουν. Αλλά δεν είναι έτσι.
Ό,τι δεν κρατάς, ό,τι δεν παλεύεις να κρατήσεις, ό,τι δεν βάζεις πάνω από τον εγωισμό σου, αργά ή γρήγορα, θα το χάσεις.
Γιατί οι άνθρωποι δεν περιμένουν για πάντα.
Κανείς δεν μένει όταν νιώθει περιττός. Κανείς δεν αντέχει να μετράει σιωπές, να γεμίζει κενά, να κρατάει κάτι ζωντανό μόνος του.
Στην αρχή, το αφήνεις λίγο.
Δεν δίνεις σημασία. Λες πως θα είναι πάντα εκεί, πως δεν χρειάζεται να το διεκδικείς κάθε μέρα, πως είναι δεδομένο.
Αλλά τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Και μια μέρα, κοιτάς δίπλα σου και δεν υπάρχει τίποτα.
Αυτό που θεωρούσες δικό σου, έπαψε να σε περιμένει. Αυτό που δεν εκτίμησες όσο το είχες, βρήκε κάποιον άλλον να το εκτιμήσει.
Και τότε είναι που ξυπνάς.
Τότε είναι που ξαφνικά θυμάσαι, που ξαφνικά θέλεις, που ξαφνικά τρέχεις να σώσεις ό,τι δεν έσωσες όταν έπρεπε.
Αλλά είναι αργά.
Γιατί ό,τι αφήνεις, σε αφήνει.
Κι αν φοβάσαι να το χάσεις, το έχεις ήδη χάσει.
Το έχεις χάσει στη στιγμή που δίστασες. Στη στιγμή που δεν είπες αυτό που έπρεπε να πεις. Στη στιγμή που πίστεψες πως κάποια πράγματα είναι αυτονόητα, πως κάποιοι άνθρωποι δεν φεύγουν, πως κάποια συναισθήματα δεν σβήνουν.
Σβήνουν.
Φεύγουν.
Και όταν το καταλάβεις, θα είναι σαν να έχεις ξυπνήσει από όνειρο.
Μόνο που τότε, δεν θα έχει μείνει τίποτα να κρατήσεις.