Όταν η τροφή γίνεται εχθρός για το σώμα…
Γράφει η Μαρίνα Κρητικού.
Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, αποτελούν σοβαρές ψυχογενείς νόσους, όπου η ασιτία και η υπερφαγία αποτελούν συμπτώματα ψυχολογικών και συναισθηματικών δυσκολιών.
Η δύσκολη καθημερινότητα μας με τους διάφορους αγχωτικούς παράγοντες που μας κατακλύζουν, μας στρέφει συχνά στην αναζήτηση εύκολης και γρήγορης λύσης για να ανακουφίσουμε την ένταση που νιώθει το σώμα μας. Οι διαφημίσεις, αλλά και οι καθημερινές σειρές στην τηλεόραση, προωθούν αυτό το μοντέλο διαχείρισης των αγχογόνων καταστάσεων, το οποίο περνάει έμμεσα το μήνυμα ότι το φαγητό μας βοηθάει να “απαλύνουμε” τα δύσκολα συναισθήματα μας.
Στις διαταραχές πρόσληψης τροφής, η τροφή χρησιμοποιείται με δυσλειτουργικό τρόπο, ως “μέσο” για να μπορέσει το άτομο να διαχειριστεί σκέψεις, συναισθήματα και ανάγκες, τα οποία δεν μπορεί να αντέξει. Οι διατροφικές διαταραχές ξεκινούν κατά κύριο λόγο στην κρίσιμη περίοδο της εφηβείας ή της ενηλικίωσης, κάτι που ίσως οφείλεται στο ότι τότε η οικογένεια βρίσκεται σε μεταβατική φάση στον κύκλο ζωής της, αλλά και το ίδιο το άτομο βιώνει μια φάση αναδιοργάνωσης.
Η στιγμή που τα παιδιά γίνονται έφηβοι είναι ζωτικής σημασίας η οικογένεια να είναι ευέλικτη, ώστε να οδηγηθεί ομαλά προς την ανεξαρτησία των παιδιών. Αποτελεί μια δύσκολη καμπή στον κύκλο ζωής της οικογένειας, καθώς απαιτείται τροποποίηση στις σχέσεις γονέα-παιδιού, οι γονείς ίσως επαναεστιάζουν σε εργασιακά θέματα και εκείνο το διάστημα ξεκινάει η έγνοια και για τις μεγαλύτερες γενιές (για τους παππούδες).
Η ψυχογενής βουλιμία, εκδηλώνεται σε 2 φάσεις: στην πρώτη το άτομο καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού σε σύντομο χρόνο (κατά επεισόδια), με απώλεια της αίσθησης ελέγχου, ενώ στη δεύτερη φάση το άτομο βιώνει ενοχές και δυσανεξία, οπότε και παίρνει επανορθωτικά “μέτρα” (προκλητός εμετός, εντατική γυμναστική ή/και χρήση καθαρτικών). Τα άτομα με ψυχογενή βουλιμία συνήθως βιώνουν χαμηλή ανεκτικότητα στις απογοητεύσεις και το άγχος, καθώς επίσης και μειωμένη ικανότητα για αναγνώριση και άμεση έκφραση συναισθημάτων (ιδίως του θυμού).
Ως προς την δομή της οικογένειας, έχουν περιγραφεί τρεις τύποι “βουλιμικών” οικογενειών (Kayrooz, 2001): η “τέλεια”, η “υπερπροστατευτική” και η “χαοτική” οικογένεια. Όταν σε μία οικογένεια ένα μέλος της εκδηλώνει διατροφική διαταραχή, τότε αυτό που είναι σημαντικό να επισημάνουμε είναι η δυσπροσαρμοστικότητα της οικογένειας, κάτι που εκφράζει το άτομο μέσω των συμπτωμάτων του. Στην “τέλεια” οικογένεια, δίνεται έμφαση στην εμφάνιση, τη φήμη, τις επιδόσεις και τα κατορθώματα. Στην “υπερπροστατευτική” οικογένεια, χαρακτηριστικές είναι οι συζυγικές εντάσεις και οι ανεπαρκείς δεξιότητες επίλυσης των συγκρούσεων.
Η ανάγκη των παιδιών για αυτονομία δεν αναγνωρίζεται και γι’ αυτό η βουλιμία θέτει όρια επιβάλλοντας τον έλεγχο. Τέλος στην “χαοτική” οικογένεια οι κανόνες δεν είναι συνεκτικοί και ο θυμός εκφράζεται ανοικτά. Ένας ή/και οι δύο γονείς είναι πρακτικά ή/και συναισθηματικά “μη-διαθέσιμοι” και συνεπώς η κατανάλωση τροφής δίνει μια αίσθηση “ζεστασιάς” και φροντίδας, με αποτέλεσμα πλασματικά να γεμίζει το κενό που βιώνεται.
Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής είναι από τις πιο δύσκολες στη θεραπεία τους διαταραχές. Τις περισσότερες φορές η πιο εύκολη οδός είναι να κατευνάσουμε τα συμπτώματα. Είναι όμως και η λύση; Εάν δεν δουλέψουμε στο να δούμε ποια δυσλειτουργία της οικογένειας εκφράζουν αυτά τα συμπτώματα, τότε δεν θα έχουμε αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα. Τέλος, ένα από τα πολύ βασικά κομμάτια είναι πόσο διατεθειμένη είναι η οικογένεια να αλλάξει πραγματικά, ερχόμενη αντιμέτωπη με τα δυσλειτουργικά της κομμάτια.
LoveLetters