Γράφει ο Αντρέας Φιλίδης
Δεν μου μίλησες ποτέ για το πώς τα μάτια σου αλλάζουν χρώμα όταν θυμώνεις. Δεν μου είπες ποτέ ότι όταν γελάς αληθινά, ρίχνεις το κεφάλι σου λίγο πίσω, σαν να αφήνεσαι εντελώς στη στιγμή. Δεν μου αποκάλυψες ότι, όταν σκέφτεσαι πολύ, δαγκώνεις το κάτω χείλος σου, σαν να προσπαθείς να συγκρατήσεις τις σκέψεις σου πριν γίνουν λέξεις.
Αλλά δεν χρειαζόταν να τα πεις.
Ερωτεύτηκα όλα εκείνα που δεν ένιωσες ποτέ την ανάγκη να περιγράψεις.
Ερωτεύτηκα το βλέμμα σου όταν νόμιζες ότι κανείς δεν κοιτάζει. Τον τρόπο που άγγιζες τα πράγματα γύρω σου, σχεδόν με τρυφερότητα, λες και φοβόσουν να χαλάσεις την ισορροπία τους.
Ερωτεύτηκα το πώς παίζεις με τα δάχτυλά σου όταν αγχώνεσαι. Το πώς το χαμόγελό σου κατεβαίνει μισό δευτερόλεπτο πριν πέσεις για ύπνο, σαν να ξεγλιστράει η μέρα από πάνω σου.
Δεν μου είπες ποτέ ότι δεν ξέρεις να φεύγεις εύκολα. Ότι κουβαλάς ανθρώπους μέσα σου πολύ μετά από τη στιγμή που έπρεπε να τους αφήσεις. Δεν μου μίλησες για όλα εκείνα που σε έκαναν να φοβάσαι, για όλες τις φορές που σκέφτηκες να τα παρατήσεις και τελικά δεν το έκανες.
Δεν χρειαζόταν.
Γιατί εγώ σε ερωτεύτηκα γι’ αυτά ακριβώς. Για εκείνα που δεν φώναξες, για όσα δεν έγραψες, για όσα δεν θεώρησες αρκετά σημαντικά για να αναφέρεις.
Οι λέξεις είναι εύκολες. Οι εξηγήσεις είναι απλές. Οι περιγραφές είναι προβλέψιμες.
Αλλά εσύ;
Εσύ ήσουν όλα εκείνα που έδειχνες χωρίς να το ξέρεις. Όλα εκείνα που δεν είπες.
Και αν κάποια στιγμή θελήσεις να μιλήσεις…
Μην το κάνεις.
Δεν χρειάζεται. Σε έχω ήδη διαβάσει.
4o