Υπάρχουν και όνειρα που γυρνούν για να πάρουν εκδίκηση
Γράφει η Φλώρα Σπανού.
Ξαπλωμένη, όπως, ήμουν ένα χειμωνιάτικο βράδυ, που έξω o αέρας λυσσομανούσε και τα κλαδιά των δέντρων χόρευαν ανεξέλεγκτα άκουσα μία φωνή να έρχεται από κάπου μακριά. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν της φαντασίας μου και δεν έδωσα πολύ σημασία, μα όσο περνούσε η ώρα η φωνή ολοένα και δυνάμωνε.
Ένας απροσδιόριστος φόβος , τότε, με κυρίεψε, ένας φόβος που γεννιόταν απευθείας από τα βάθη της ψυχής μου. Το σώμα μου είχε μουδιάσει ολόκληρο και ένας κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Μπορούσα πλέον καθαρά να καταλάβω τι έλεγε εκείνη η φωνή.
«Με ξέχασες… Με ξέχασες… Με ξέχασες…!» φώναζε ολοένα και πιο δυνατά.
«Ποιός είσαι;» ρώτησα φοβισμένη.
«Αλήθεια, δεν ξέρεις ποιό είμαι;» μου αποκρίθηκε η φωνή πειραγμένη.
Ξεροκατάπια. Το στόμα μου είχε στεγνώσει.
«Όχι, δεν ξέρω..Τί είσαι τέλος πάντων; Δεν σε βλέπω!» απάντησα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
«Δεν μπορείς να με δεις γιατί έχεις τόσο καιρό τα μάτια σου ερμητικά κλειστά! Είμαι το όνειρο σου! Εκείνο το όνειρο που ξέχασες.. Εκείνο το όνειρο που εγκατέλειψες.. Εκείνο το όνειρο που άφησες να το καταπιεί το σκοτάδι..Αυτό το όνειρο είμαι..Κοίτα με..Δες πως είμαι..Δες πως με κατάντησες..Μια σκιά είμαι πια, μια σκιά που αναδύθηκε από τα πηγάδια της λήθης σου για να σου θυμίσει πως κάποτε υπήρξα.»
Δεν μπορούσα πλέον να μιλήσω. Μόνο άκουγα ασάλευτη τα όσα εκείνη η φωνή μου καταλόγιζε.
«Κάποτε ήμουν όμορφο, λαμπερό, ζωηρό! Ένα τρελό όνειρο που χόρευε χαρούμενο γιατί πίστευε πως σύντομα θα ερχόταν η μέρα που θα γινόταν αληθινό.
Γεννήθηκα μέσα από τις επιθυμίες σου, μέσα από τα κρυμμένα σου θέλω, γεννήθηκα τότε που ήσουν γεμάτη ζωή, ενέργεια, τότε που ήθελες να βγεις στον κόσμο και να τον ρουφήξεις, να τον κάνεις δικό σου. Όμως, εσύ με την πάροδο των χρόνων, αντί αυτού άρχισες να με εγκαταλείπεις κι αυτή η λάμψη που άλλοτε με περιέβαλλε άρχισε να ξεθωριάζει και να χάνεται, μέχρι που στο τέλος έμεινε μοναχά μια σκιά, αδύνατη να παλέψει, αδύναμη να αντισταθεί μπροστά στα πρέπει που της είχες στήσει εσύ η ίδια!
Αυτά τα πρέπει είναι που σε κατάντησαν κι εσένα έτσι που να λυπάσαι να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, γιατί βλέπεις αυτή η σπίθα που άλλοτε υπήρχε μέσα στο βλέμμα σου τώρα πια έχει εξαφανιστεί. Τα λέω καλά;»
Δεν απάντησα μόνο την άκουγα . Ήξερα πως είχε δίκιο.
«Κοίτα με πως είμαι. Θυμήσου πως ήμουν και αναρωτήσου. Άξιζε να με θάψεις; Άξιζε να με ξεχάσεις; Άξιζε να με προδώσεις; Κοίτα πώς είσαι και αναρωτήσου. Είσαι ευτυχισμένη;»
Αυτή τη φορά ήταν σαν να ξυπνούσα από έναν αιώνιο ύπνο και πλέον μπορούσα να δω τη σκιά που πλανιόταν στο δωμάτιο. Πόσο δίκιο είχε το όνειρό μου. Τι ήταν εκείνο που με έκανε να το εγκαταλείψω και να παραδοθώ άνευ όρων σε μία πραγματικότητα στην οποία τίποτα δεν με ευχαριστούσε; Πώς παρέδωσα αμαχητί τα όπλα; Γιατί τελικά δεν κάνω τίποτα από αυτά που θέλω παρά μόνο αυτά που πρέπει; Ξέχασα τον εαυτό μου. Ξέχασα και τα όνειρά μου. Αυτή η συνειδητοποίηση της αλήθεια με έκανε να νιώσω ακόμη πιο τρομακτικά.
Η σκιά του ονείρου μου ήρθε αυτή τη φορά κοντά μου.
«Η επιθυμία ξέρω πως υπάρχει ακόμη μέσα σου κι εγώ μπορώ ακόμη να αναγεννηθώ μέσα από τις στάχτες μου. Αρκεί να το θελήσεις. Μόνο η θέληση σου μπορεί να σε βοηθήσει να σηκωθείς. Γιατί ο σπόρος του δέντρου υπάρχει. Κι αν τον φυτέψεις θα δεις πως θα ξεκινήσει μία νέα ζωή. Κάνε το ξεχασμένο σου όνειρο πραγματικότητα. Πότισε το με την ελπίδα σου, προστάτεψε το από τα πρέπει σου και άστο να αναζωπυρώσει και πάλι εκείνη τη φωτιά που άλλοτε σου έκαιγε τα σωθικά. Κάντο τώρα πριν να είναι πολύ αργά. Τώρα που ακόμη μπορώ να σωθώ.»
Άπλωσα το χέρι και προσπάθησα να την αγγίξω. Ένιωσα μια αλλιώτικη ζεστασιά να απλώνεται σε όλο μου το είναι. Ναι, είχε δίκιο, μπορούσα ακόμη να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Η σκιά πλέον είχε εξαφανιστεί και το όνειρό μου ζωντάνευε από την αρχή.
Ξύπνα και κάνε τα όνειρα σου πραγματικότητα αλλιώς κάποτε εκείνα θα επιστρέψουν και θα ζητήσουν δικαιοσύνη. Κι αυτή τη φορά ο κατηγορούμενος θα είσαι εσύ. Εσύ που τα σκότωσες και τα έθαψες στο χώμα με τα ίδια σου τα χέρια.
LoveLetters