Γράφει ο Ανδρέας Φιλίδης
Στην αρχή, πάντα λέμε «δεν πειράζει».
Δεν πειράζει που αργείς να απαντήσεις. Δεν πειράζει που ξεχνάς όσα σου είπα. Δεν πειράζει που δεν προσπαθείς όσο εγώ.
Δεν πειράζει, γιατί θέλω να σε έχω.
Γιατί προσπαθώ να μη δώσω σημασία. Να μη βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά. Να μη δω αυτά που ξεκάθαρα είναι μπροστά μου.
Συνεχίζω να λέω «δεν πειράζει», μέχρι που μια μέρα όλα πειράζουν.
Ξαφνικά όλα βαραίνουν. Όλα γίνονται κόμποι στον λαιμό, λέξεις που δεν βγαίνουν, βλέμματα που δεν βρίσκονται.
Γίνεται ένα «γιατί» που δεν έχει απάντηση.
Γιατί εγώ έμεινα και εσύ δεν προσπάθησες;
Γιατί εγώ πάλεψα και εσύ το πήρες χαλαρά;
Γιατί εγώ έβαζα τα «θέλω» σου πάνω από τα δικά μου, και εσύ απλά περίμενες να συνεχίσω;
Κι εκείνη τη στιγμή, δεν υπάρχουν άλλες δικαιολογίες.
Το «δεν πειράζει» δεν είναι πια η εύκολη λύση. Δεν μπορεί να κρύψει την αδιαφορία, τη συνήθεια, το δεδομένο.
Γιατί όταν πειράζουν όλα, δεν μένει τίποτα να σωθεί.
Δεν μένει ούτε προσπάθεια, ούτε συγγνώμη, ούτε δεύτερη ευκαιρία.
Μένει μόνο η συνειδητοποίηση.
Ότι εσύ δεν ήσουν ποτέ πραγματικά εδώ.
Κι εγώ, κουράστηκα να προσποιούμαι πως δεν πειράζει.
Γιατί πειράζει.
Και τώρα, το πληρώνεις με την απουσία μου.