Γράφει η Λέλα Σακήλια
Το «σ’ αγαπώ» δεν είναι λέξη. Είναι επιλογή. Είναι ευθύνη, είναι ανάσα, είναι γόνατο στο πάτωμα και καρδιά στο χέρι. Κι όμως, το έχουμε καταντήσει να ακούγεται σαν καλημέρα. Να το πετάμε στο άδειο, χωρίς να καταλαβαίνουμε το βάρος του. Λες κι είναι φράση για να γεμίσουμε σιωπές, όχι για να ξεγυμνώσουμε ψυχές.
Αν πρόκειται να το πεις, να τρέμει λίγο η φωνή σου. Να σε καίει στο στήθος. Να σε τρομάζει. Γιατί το «σ’ αγαπώ» όταν είναι αληθινό, δεν βγαίνει εύκολα. Βγαίνει όταν είσαι έτοιμος να σταθείς απέναντι στον άλλον χωρίς πανοπλία, χωρίς άμυνα, χωρίς “ναι μεν αλλά”. Βγαίνει όταν έχεις αποφασίσει πως αυτόν τον άνθρωπο θα τον κουβαλάς μέσα σου ό,τι κι αν γίνει.
Κι αυτό είναι το θέμα: ό,τι κι αν γίνει.
Οι άνθρωποι αλλάζουν. Οι αγάπες κουράζονται. Τα σώματα απομακρύνονται, οι δρόμοι χωρίζουν. Αλλά το αληθινό «σ’ αγαπώ» δεν υποχωρεί. Μένει εκεί, σε μια θέση δική του, καλά φυλαγμένη, σαν φωλιά που δεν την ενοχλεί ούτε χρόνος ούτε απόσταση. Μπορεί να μη θέλεις να τον δεις ξανά. Μπορεί να έχει τελειώσει, να έχει σβήσει, να έχει γίνει στάχτη. Αλλά εκείνο το κομμάτι της καρδιάς σου που του έδωσες, δεν επιστρέφει σε εσένα. Μένει δικό του. Όσο κι αν πονάει αυτό.
Το καταλαβαίνεις όταν ακούς κάτι γι’ αυτόν και πετάγεται μέσα σου μια παλιά ανησυχία. Μια παλιά τρυφερότητα. Μια παλιά ανάγκη να βοηθήσεις, ακόμη κι αν δεν έχεις λόγο. Ακόμη κι αν δεν δικαιούσαι. Εκεί είναι που συνειδητοποιείς ότι η αγάπη, αυτή η βαθιά, η ανεξίτηλη, δεν πεθαίνει. Μπορεί να αλλάξει μορφή, να μικρύνει, να ησυχάσει, αλλά δεν ακυρώνεται.
Γι’ αυτό, πριν ξεστομίσεις το «σ’ αγαπώ», να το ζυγίζεις. Να το λες όταν μπορείς να το στηρίξεις. Να το δίνεις σαν δώρο που δεν παίρνεις ποτέ πίσω. Κι όταν στο χαρίζουν, να το σέβεσαι. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια από έναν άνθρωπο που σου είπε «σ’ αγαπώ» και το εννοούσε.
