Γράφει η Λίνα Παυλοπούλου
Ένα κουβάρι στο πάτωμα σφιχταγκαλιασμένο.
Εγώ κι εσύ.
Τη μια του άκρη τραβάς εσύ, την άλλη εγώ.
Στην αρχή μοιάζει να το ξεμπερδεύουμε μα στην πορεία κάτι σφίγγεται ακόμα περισσότερο.
Κάτι μπερδεύεται κι εμείς ανήμποροι να προχωρήσουμε με τόσους κόμπους ανάμεσά μας.
Με κοιτάς στα μάτια και μου χαμογελάς.
Κι εγώ αναρωτιέμαι “Τι σου αρέσει σ’ αυτό που ζούμε τώρα;”.
Διάλεξες την τύχη σου κι εγώ την έπλεξα με τη δικιά σου.
Τα μάτια σου γυάλινα και τρομαχτικά.
Τους κόμπους καθρεπτίζουνε κι εγώ σκιάζομαι και φεύγω μακριά σου.
Μπλεγμένα όνειρα, μπλεγμένα σχοινιά, μπλεγμένες ζωές.
Εικόνες άμορφες.
Πείσμα στο να κατέχω.
Εγωισμός που τυραννάει.
Τη μια άκρη αφήνω μα δεν σου αρέσει η ελευθερία που σου έδωσα.
Γυρνάς ξανά κρατώντας μαχαίρι κοφτερό να κόψεις.
Το γόρδιο δεσμό σου λέω εγώ, μα εσύ το νήμα της ζωής γυρεύεις.
Γιατί δεν αντέχεις τη χαρά του άλλου;
Στο έμαθε κανείς;
Τι θέλεις πάλι εδώ;
Αν κάτι πρέπει να κόψεις, είναι την καρδιά σου κομματάκια, μήπως και δεις το φως της.
Στο πάτωμα να την αφήσεις, δίπλα στο σφιχταγκαλιασμένο κουβάρι.
Και αν θες να προχωρήσεις, άσε πίσω σου μαχαίρι, γυάλινη ματιά και καρδιά σφραγισμένη.
Στον κόσμο τούτο μάτια μου, εμείς ούτε αρχίσαμε μα μήτε και θα τελειώσουμε ποτέ.
Κι αυτή είναι η καταδίκη μας.
Και ξέρεις γιατί;
Γιατί το σφιχταγκαλιασμένο αυτό κουβάρι μαζί το φτιάξαμε.
Ας πάρουμε την ευθύνη κι ας προχωρήσουμε να κλείσουμε ότι δεν τολμήσαμε να ζήσουμε.
Γιατί εσύ μου το λεγες… Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!