Γράφει η Αριάδνη Αρβανίτη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που δεν το έλεγες ούτε όμορφο ούτε άσχημο, ούτε ψηλό ούτε κοντό. Ένα κορίτσι με ένα άδειο βλέμμα. Αυτό το κορίτσι όλοι το χαρακτήριζαν ως «αδιάφορο» ή ως «μέτριο».
Για αυτό κι εκείνο αποφάσισε να μην τους απογοητεύσει και να στραφεί προς την μετριότητα που της είχαν προδιαγράψει οι άλλοι και θεωρούσαν πως αυτή όφειλε να χαρακτηρίζει τη ζωή της.
Και πραγματικά από πάντα της αυτό έκανε. Είχε καταλήξει να βρει μια μέτρια δουλίτσα, να συναναστρέφεται αποκλειστικά με μέτριους ανθρώπους, να βρει ένα μέτριο σπιτάκι, να τρώει μέτριο φαγητό, να πίνει μέτριο τον καφέ της και να ψάχνει να βρει έναν μέτριο πρίγκιπα για να παντρευτεί.
Βλέπεις η μετριότητα κρατιέται χέρι – χέρι με την σιγουριά και την ασφάλεια και όλοι της είχαν καλλιεργήσει τόσες ανασφάλειες και φοβίες μέσα της που την τρόμαζε τόσο ο κόσμος γύρω της που πίστευε πως προκειμένου να ζήσει ασφαλής και στα σίγουρα, όφειλε να βιώσει μία μέτρια ζωή.
Μονάχα στα όνειρά της ταξίδευε πέρα από τη μετριότητά της. Γιατί, ρε γαμώτο, εκεί δεν χωράνε μετριότητες. Κι αν χωράνε δεν της το έμαθε κανείς να το κάνει και το κυριότερο δεν μπόρεσε κανείς να τα ελέγξει ποτέ και να της την επιβάλει. Οπότε στα όνειρά της έβρισκε χώρο ανοιχτό, πολύ ανοιχτό, να χωράει να απλώνει την ψυχή της. Εκεί ξεδίπλωνε τις σκέψεις τις και έβλεπε πόσο μεγάλες μπορούσαν να γίνουν!
Και αληθινά το θαύμαζε αυτό. Πίστευε ότι εκεί κατάφερνε να ξεπερνάει την μετριότητά της. Έβλεπε πως εκεί, δεν χωρούσε, την έβγαζε και από πάνω της και ελεύθερη δοκίμαζε τα πάντα. Χωρίς όρια και μετριότητες. Χωρίς αρχή και τέλος.
Ώσπου ξαφνικά, μία μέρα, όπως περίμενε να παραγγείλει τον πρωινό καφέ της στο συνηθισμένο, μέτριο κατάστημα που τον αγόραζε πάντα, είδε τον πρίγκιπα που έψαχνε μπροστά της! Μόνο που αυτός αν και ήταν όλα όσα εκείνη ήθελε και χρειαζόταν δεν ήταν μέτριος! Οπότε για να την προσέξει δεν είχε καμία ελπίδα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Γιατί θεωρούσε πως οι μέτριοι άνθρωποι δεν μπορούν και δεν γίνεται να συναναστρέφονται με ανθρώπους που δεν είναι μέτριοι. Οπότε, έσκυψε το κεφάλι της και χαμήλωσε το βλέμμα της για να μην αντικρύσει άλλη μία φορά τα μάτια του – αυτά τα μάτια που πλέον το ήξερε πως θα στοιχειώνανε για πάντα τα όνειρά της. Και περίμενε σκυφτή τη σειρά της.
«Θα μου επιτρέψεις να σε κεράσω εγώ τον καφέ σου;» άκουσε την φωνή του πρίγκιπα να της λέει. «Εκτός κι αν σου είμαι τόσο αντιπαθής, γιατί βλέπω πόσο αποφεύγεις το βλέμμα μου» της είπε.
«Όχι… κάθε άλλο!» του απάντησε με ένα μεγάλο χαμόγελο και ξάφνου αλλάξανε όλα!
«Τον συνηθισμένο;» ρώτησε ο μπαρίστας.
«Όχι, όχι!» απάντησε με χαρά! «Από σήμερα ποτέ ξανά μέτριος! Έναν πολύ γλυκό θα ήθελα, παρακαλώ!» και δεν ξαναχαμήλωσε το βλέμμα της, που πλέον είχε γεμίσει με αστέρια και δεν θα ήταν άδειο ποτέ ξανά!