Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μήπως μπορείς να μου γυρίσεις πίσω το κομμάτι της ζωής που μου πήρες φεύγοντας;
Εκείνο το κομμάτι που το έκανες χίλια κομμάτια, εκείνο θέλω.
Εκείνο που αλύχτησε πάνω σου.
Εκείνο που δεν επανέρχεται με τίποτα ξανά.
Εκείνο που σε ζητούσε, που σε λαχταρούσε.
Εκείνο που πάτησες χωρίς δισταγμό.
Εκείνο που τρομάζει πλέον όταν μ’ αντικρίζει.
Ναι πονάω πάρα πολύ και κόβω σαν ξυράφι.
Να μου το γυρίσεις θέλω για να μπορώ να συνεχίσω από εκεί που μ’άφησες.
Να μπορώ να αντέχω μακριά σου ρε.
Να μπορώ να οσμίζομαι την απουσία και να αντέχω να ζω.
Εσύ προσποιείσαι ότι δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά εγώ δεν μπορώ να προσποιούμαι, δεν μπορώ να αρνούμαι τα συναισθήματά μου.
Είναι δικά μου, δεν θα μου τα πάρει κανείς.
Ούτε κι εσύ πλέον μπορείς.
Τα συναισθήματα δεν μπορείς να μου τα πάρεις, όπως έκανες με όλα τα άλλα.
Την περηφάνια μου την διέλυσες και κάθεσαι και κοιτάς.
Την αξιοπρέπειά μου την γκρέμισες και κάθεσαι και γελάς.
Ναι, γελάς με τα αισθήματά μου, αυτό κάνεις.
Με εκδικείσαι, αλλά κάποια στιγμή θα περάσει κι αυτό και θα έχουμε μείνει μόνοι.
Γιατί κανέναν δεν μπορώ να βάλω δίπλα μου, κανέναν δεν θέλω.
Κι όσο με εκδικείσαι τόσο με αγριεύεις, τόσο ζητάω να σε πληγώσω.
Και δεν το θέλω και λυπάμαι γι’αυτό.
Μα δεν με λυπάσαι κι αυτό με φουντώνει.
Θέλω την ζωή μου πίσω ρε, αυτό θέλω, αυτήν που μ’αγαπούσε, αυτήν που αγαπούσα.
Κι ας μην είσαι μέσα αφού δεν το θέλεις.