Γράφει ο Μιχάλης Νικολάου
Δεν σου είπα ποτέ πόσο πόνεσα.
Ούτε πόσες φορές ένιωσα ξένη μέσα σε κάτι που έπρεπε να νιώθω δικό μου.
Έκρυψα τις σιωπές σου κάτω απ’ τη λέξη “κούραση”.
Την απουσία σου, τη βάφτισα “χώρο”.
Τις αδιαφορίες, τις έκανα “περνάει μια φάση”.
Έλεγα στον εαυτό μου πως όλα είναι καλά.
Πως έτσι είναι οι σχέσεις.
Πως δεν γίνεται να είναι όλα τέλεια.
Πως φταίει η δουλειά σου, η πίεση, η εποχή.
Ποτέ εσύ.
Ποτέ εμείς.
Κι όμως, μέσα μου ήξερα.
Ήξερα πότε σταμάτησες να με κοιτάς όπως πριν.
Πότε έπαψες να ρωτάς αν είμαι καλά, επειδή πραγματικά ήθελες να ξέρεις.
Πότε άρχισες να είσαι παρών, αλλά όχι μαζί μου.
Κι εγώ;
Κατάπια τα ψέματα.
Τα δικά μου, τα δικά σου, τα κοινά μας.
Όχι γιατί δεν έβλεπα.
Αλλά γιατί ήλπιζα.
Γιατί ήθελα να σε κρατήσω.
Γιατί ήθελα να πείσω εμένα, πριν προσπαθήσω να πείσω εσένα.
Μα ξέρεις κάτι;
Τα ψέματα είναι σαν μικρά αγκάθια.
Όσο πιο πολλά μαζεύεις, τόσο πιο βαθιά μπαίνουν.
Και μια μέρα… ματώνεις.
Απλά, ξαφνικά, χωρίς καν να σε ακουμπήσει κανείς.
Και τότε έρχεται η αλήθεια.
Ωμή.
Σκληρή.
Απελευθερωτική.
Είπα ψέματα για να σε κρατήσω.
Μα τελικά, αυτά τα ψέματα ήταν που με έκαναν να σε χάσω.
Ή να σε αφήσω — δεν έχει πια διαφορά.