Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Δεν ξέρω πότε σταμάτησε να θεωρείται σπουδαίο να μιλάμε για την αντρική φιλία. Ίσως γιατί οι άντρες δεν συνηθίζουν να το δείχνουν. Δεν το αναλύουν, δεν το βαφτίζουν. Το ζουν και το κουβαλάνε σιωπηλά. Σαν φυλαχτό που τους θυμίζει ότι, ό,τι κι αν γίνει, δεν είναι μόνοι τους.
Δες τους εκεί πάνω στο καπό. Δεν λένε πολλά. Δεν χρειάζεται. Μπορεί να πέρασαν χρόνια από το πρώτο τσιγάρο που μοιράστηκαν, από τη νύχτα που έψαχναν απαντήσεις με ένα μπουκάλι στο χέρι και το βλέμμα χαμένο. Μα και σήμερα, έτσι απλά, στο ίδιο σημείο, η σιωπή τους λέει περισσότερα από κάθε κουβέντα.
Η αντρική φιλία δεν έχει φανφάρες. Δεν χρειάζεται καθημερινές δηλώσεις λατρείας. Είναι το χέρι στον ώμο όταν δεν έχεις δύναμη να σταθείς. Το βλέμμα που σε μαζεύει όταν τα κάνεις χάλια. Το “είμαι εδώ” που το νιώθεις πριν καν το πει. Είναι το ταξίδι που κάνατε μαζί χωρίς προορισμό, μόνο και μόνο για να ξεφύγετε από όλα.
Κάπου εκεί, στις χαρακιές των χρόνων και στις μικρές νίκες που δεν τις πανηγυρίσατε φωναχτά, γεννήθηκε κάτι πιο αληθινό από φιλίες που βολεύουν και συμφέρουν. Γεννήθηκε μια συντροφικότητα που μοιάζει με αόρατη πανοπλία. Σε προστατεύει χωρίς να φαίνεται.
Να τη σέβεσαι αυτή τη φιλία. Να μην την αφήνεις να ξεθωριάσει πίσω από υποχρεώσεις και τυπικότητες. Γιατί στο τέλος, όταν όλα τελειώσουν, θα θυμάσαι ποιος έκατσε δίπλα σου όταν δεν ήθελες να μιλήσεις. Ποιος σου έδωσε να καταλάβεις ότι οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι είναι εκείνοι που δεν χρειάζονται χειροκρότημα για να μείνουν.
Κι όταν σε ρωτήσουν τι σημαίνει για σένα φίλος, να τους δείξεις αυτή τη φωτογραφία. Δύο άντρες στο καπό ενός παλιού αυτοκινήτου, με τον κόσμο γύρω να σκοτεινιάζει και μια σιγουριά στο στήθος πως τίποτα δεν μπορεί να τους διαλύσει.
