Γράφει η Έλσα Νικολάου
Δεκατρία χρόνια.
Τόσα είναι.
Τα μέτρησα κάνοντας το τελευταίο τσιγάρο μου. Δεκατρία χρόνια με παράλληλη πορεία. Με πρωινά που ξύπνησες στον καναπέ μου και φώναζες «Καφέ!». Με μεσημέρια που βρεθήκαμε για τον καφέ για να πούμε τα νέα μας. Με απογεύματα που συζητούσαμε περπατώντας χωρίς να μας νοιάζει πού θα καταλήξουμε. Με βράδια που τα πίναμε στο σπίτι και βγάζαμε τα σώψυχά μας.
Δεκατρία χρόνια με μεγάλες περιόδους απουσίας. Κάθε φορά που είτε ο ένας είτε ο άλλος νόμιζε ότι βρήκε το «τέλειο». Το «ιδανικό». Αυτό που τόσες φορές είχαμε συμφωνήσει ότι, δεν μπορεί, θα υπάρχει. Πάντα όμως γυρνούσαμε ο ένας στον άλλον. Σαν σταθερά, σαν άγκυρα. Και ήταν σαν να μην είχαμε χαθεί καθόλου. Είμασταν το δεδομένο μας. Κάτι που ξέραμε ότι ήταν εκεί.
Δε μου άρεσαν οι επιστροφές, το ξέρεις. Με εσένα όμως δεν ήταν επιστροφή, ήταν γυρισμός. Ήταν σαν να γύριζα «σπίτι». Στο γνώριμο, στην ασφάλεια.
Συνειδητοποιώ πόσες φορές είχα ανάγκη να σε δω, να σου στείλω «έλα» και δεν το έκανα. Αναρωτιέμαι αν υπήρξαν και για σένα τέτοιες στιγμές. Νύχτες που με ήθελες αλλά δε με έψαξες. Περιπτώσεις που ήθελες να πάρεις τηλέφωνο και να πεις «Δε με νοιάζει πού είσαι και τί κάνεις, θέλω να σε δω τώρα». Στο λέω, για εμένα υπήρξαν. Δεν το έκανα, γιατί να το κάνεις εσύ; Έτσι δεν έλεγες πάντα; Ίδια μέτρα, ίδια σταθμά.
Πρέπει να εκτιμήσεις την ειρωνεία όμως. Να ποθούμε να ζήσουμε τα ίδια πράγματα με άλλους ανθρώπους. Να γυρίζουμε ο ένας στον άλλον μετά από κάθε απογοήτευση, να αναλύουμε, να απορούμε, να καταδικάζουμε, να απαξιώνουμε, να καταλήγουμε να λέμε ότι θέλουμε τα ίδια πράγματα και το πρωί να μη μας βρίσκει αγκαλιά. Μερικές φορές αυτό που ψάχνουμε είναι ακριβώς μπροστά μας και δε μπορούμε να το δούμε. Δε θέλουμε ή φοβόμαστε κιόλας.
Αγκαλιά. Δε σε πήρα ποτέ αγκαλιά. Τόσες φορές σε έχω αγγίξει αλλά ποτέ δε σε πήρα αγκαλιά. Ακόμα και εκείνο το βράδυ που έκλαψες μπροστά μου, τη μοναδική φορά που σε είδα να κλαις, δε σε πήρα αγκαλιά. Δεν ήθελα. Κοιτώντας πίσω όμως ίσως αυτή ήταν η στιγμή που ξεκίνησαν να αλλάζουν όλα. Σε κοιτούσα και σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να σε δω να κλαις πάλι ποτέ και για κανένα λόγο.
Μίσησα όλο τον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Και πιο πολύ μίσησα εκείνη. Μετά μίσησα τον εαυτό μου και στο τέλος τα έβαλα με εσένα. Αν με ρωτούσες τότε, θα σου έλεγα ότι για αυτό δε σε αγκάλιασα, επειδή είχα θυμώσει μαζί σου. Η αλήθεια όμως είναι ότι είχα θυμώσει με εμένα. Ίσως ήταν η μοναδική φορά που ζήλεψα. Ζήλεψα το ότι έκλαιγες για μια γυναίκα. Ανώμαλο ε;
Και το πρωί ξύπνησες πάλι στον καναπέ μου φωνάζοντας «Καφέ!». Και όλα ήταν όπως πριν.
Σήμερα όμως..
Σήμερα έστειλες μήνυμα ξημερώματα, όπως παλιά. Μετά από χρόνια έστειλες πάλι μήνυμα ξημερώματα και με πετυχαίνεις σε μια πολύ περίεργη νύχτα. Μετά από χρόνια.. Σύμπτωση; Αν κόλαση είναι το μέρος όπου όλα γίνονται τη λάθος στιγμή, παράδεισος είναι το μέρος που όλα τα λάθος γίνονται τη σωστή στιγμή; Λάθος ή σωστό δεν ξέρω, ξέρω όμως τί θέλω να ζήσω. Και θέλω να το ζήσω μαζί σου. Άλλος ένας γυρισμός λοιπόν.
Αν το καλοσκεφτείς, ποτέ δεν έφυγα. Πάντα ήμουν στην πόρτα σου, να σε περιμένω. Σήμερα όμως δεν είναι σαν τις άλλες φορές. Σήμερα θέλω να κοιμηθώ μάζί σου. Να σε αναπνεύσω. Να νιώσω το κορμί σου πάνω στο δικό μου και να κουρνιάσω πάνω σου. Να γατζωθώ πάνω σου χωρίς να σκεφτώ. Σήμερα θέλω απλά να νιώσω.
Και ας είναι το πρώτο πρωί που δε θα φωνάξεις «Καφέ!».