Γράφει ο Δημήτρης Καραμάνος
Δεν σου το λέω συχνά, αλλά με καταστρέφει αυτό που νιώθω όταν σε θυμάμαι να γελάς στην αγκαλιά μου. Όχι από ευτυχία. Από στέρηση. Από εκείνη την απουσία που τρώει σιγά σιγά το μέσα μου.
Μου έχει λείψει να σε νιώθω πάνω μου να γελάς. Να κολλάει το στόμα σου στο δικό μου και να μη νοιάζεται κανείς για το πού είμαστε. Μου έχει λείψει εκείνο το “άσε τα όλα, έχουμε εμάς”.
Μου έχει λείψει το “μαζί” μας. Όχι αυτό που λέγαμε στους άλλους. Αυτό που κάναμε όταν κλείναμε την πόρτα. Όταν ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, μέσα σε ιδρώτα, σε νερά, σε χαρτιά και χαμόγελα. Εκείνο το άναρχο “μαζί” που δεν είχε τίποτα προβλέψιμο και γι’ αυτό ήταν αληθινό.
Κι ας σκοτωνόμασταν λίγο μετά. Κι ας πετάγαμε λόγια που σπάγανε κόκκαλα. Γιατί είχαμε και τα άλλα. Εκείνα που για μερικά δευτερόλεπτα έκαναν τον χρόνο να σταματάει. Όταν γελούσες και με έσφιγγες. Όταν ήμουν εκεί. Και το ένιωθα.
Πόσο μου ‘χει λείψει να γελάς έτσι. Όχι τυπικά. Όχι για τις φωτογραφίες. Αλλά εκείνο το βρώμικο, ανεξέλεγκτο γέλιο που έβγαινε από το μέσα σου. Εκείνο που με τύλιγε και μ’ έκανε να πιστεύω πως κάτι κάνω σωστά. Πως σε κάνω να νιώθεις. Να θες.
Δεν σου ζητάω να γυρίσεις. Δεν ξέρω καν αν γίνεται. Αλλά αν μπορούσα να ζητήσω κάτι χωρίς να το χαλάσω, θα ήταν ένα πράγμα:
Να γελάσεις ξανά στην αγκαλιά μου. Έστω για λίγο. Έστω για μια φορά. Να μου θυμίσεις πώς ήταν. Πριν το διαλύσουμε.
Δεν μου λείπεις απλά.
Μου λείπει το γέλιο σου στην αγκαλιά μου.
Εκεί που ξεχνούσαμε τον κόσμο.
