Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Είδα μια μέρα έναν άνθρωπο που όνομα δεν είχε ή αν είχε, δεν του το πρόφερε κανένας, όλοι τριγύρω του τον έλεγαν, ο τρίτος!
Είδα μια μέρα έναν άνθρωπο, που κοιτώντας ψηλά στον ουρανό, παρακαλούσε τον Θεό να τον λυτρώσει…
Είδα μια νύχτα έναν άντρα να είναι μόνος και να κοιτάει επίμονα ένα γαμημένο κινητό, που σώπαινε και μαύριζε σαν θάνατος.
Είδα μια νύχτα έναν άντρα να κλαίει σαν το μωρό, που θέλει μια αγκαλιά για να ηρεμίσει.
Είδα μια μέρα ζευγάρια να πλέκουνε τα χέρια τους, και κάπου εκεί στην άκρη, είδα δυο χέρια ξέπλεκα να είναι στις τσέπες τους χωμένα, παγωμένα, μουδιασμένα και ξερά.
Είδα ζευγάρια να γελάνε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του αλλουνού, και σε μια άκρη, μια μελαγχολία να κοιτάει στο πουθενά της.
Είδα γιορτές να γίνονται μπροστά μου, κι όλοι να εύχονται στον άνθρωπο τους μια ευχή, μαζί με μια αγκαλιά κι ένα χαμόγελο, κι είδα κι έναν άντρα που δεν είχε που να ευχηθεί κι ευχότανε μονάχος στο κενό του. Μα το χειρότερο δεν ήτανε αυτό, ήταν που νόμιζε πως το κενό θα τον ακούσει.
Είδα χαρές, φώτα και μουσικές από την μια, κι από την άλλη ήταν ένα κεφάλι σκυθρωπό, να ζει μες στο σκοτάδι και στην θλίψη και να επιβιώνει με στιγμούλες, με ψευδαισθήσεις και με ασπιρίνες, αντί ζωή.
Συνάντησα σας λέω έναν άντρα που αγαπούσε κι ήθελε πολύ να αγαπηθεί, όμως αυτή του η ανάγκη, έμενε ανάγκη!
Συνάντησα έναν άντρα που και το έλεγε και το τηρούσε το “θα τα κάνω άλλα πουτάνα, αρκεί να ΄μαι μαζί σου”, μα τελικά, άλλος είχε την πρόθεση κι άλλη ήταν η πουτάνα.
Συνάντησα έναν άντρα που έλεγε λόγια και τα έκανε και πράξεις, όμως από την άλλη την μεριά, οι πράξεις ήταν μόνο λόγια κι όχι πράξεις.
Τον είδα που λέτε, μια μέρα να κρατάει μια υπόσχεση αγκαλιά, μα το κορμί που του την είχε δώσει, κοιμότανε σε άλλο κρεβάτι κι ήτανε μια χαρά, κι ας δήλωνε το αντίθετο, κι αυτός ήτανε ο μόνος που πονούσε από τους δυο.
“Θα έρθω αύριο”, του έλεγε μια που ήθελε να παίρνει κι όχι να δίνει, κι αυτός πάντα περίμενε ένα αύριο, που όμως δεν ερχότανε ποτέ.
“Θα αλλάξουν όλα”, του έλεγε συνέχεια μια που ήταν στην ασφάλεια της βολεμένη, κι αυτός την πίστευε, όχι γιατί ήτανε χαζός, αλλά γιατί το είχε ανάγκη να την πιστέψει.
Με το, “Δεν αγαπάω τον άλλον, μόνο εσένα αγαπώ”, αρχίζανε όλα τα παραμύθια που του πούλαγαν, μα όλα όμως είχανε δράκους και τον έτρωγαν τις νύχτες ζωντανό.
Για πες ρε φίλε, σου αξίζει να το ζεις όλο αυτό;
Για πόσο ακόμα θα ουρλιάζεις μοναξιές;
Πόσο χρόνο θα αφήσεις να σου φεύγει, σαν νερό μέσα απ΄ τα χέρια;
Πως το αντέχεις στο κορμί που τόσο επιθυμείς, να μπαίνει άλλος κι εσύ να περισσεύεις;
Δεν είναι φίλε μου μόνο στιγμές κλεμμένες κι αγχωμένες η ζωή, λάθος νομίζεις. Και προς Θεού, δεν λέω να μην αγαπάς, όμως ξεκινά να αγαπάς πρώτα τον εαυτό σου κι ύστερα τράβα στους άλλους!
Άλλαξε όνομα επιτέλους αδερφέ, πάψε γαμώτο να είσαι ο τρίτος και γίνε ο πρώτος…
Μα να θυμάσαι κάτι που ΄χω να σου πω, αν θες να είσαι ο πρώτος, πρέπει να φεύγεις από εκεί που σε έχουνε για τρίτο, εκεί πάντα ο τρίτος θα ‘ σαι, ο δεδομένος, ο σκοτεινός κι ο μοναχός.
Ο τρίτος ο μαλάκας θα ΄σαι!
*Ο τρίτος άνθρωπος τις περισσότερες φορές, δεν είναι ο θύτης είναι το θύμα, δεν είναι ο κλέφτης είναι ο κλεμμένος, δεν είναι ο λήπτης είναι ο δότης, και φυσικά μπορεί να είναι και άντρας και γυναίκα.