Γράφει η Άντζελα Καμπέρου & ο Κένταυρος Α.
Οι ακτίνες του ήλιου χτυπούν πάνω στον μαρμάρινο πάγκο, αντανακλούν παντού στον χώρο, φωτίζουν κάθε κρυφή γωνιά συνηθισμένη στο σκοτάδι.
Ο φρεσκοψημένος καφές γεμίζει το σπίτι αρώματα. Αν είχαν μυρωδιά τα πρωινά μας θα μύριζαν καφέ, μπισκότα βουτύρου και λεμόνι, δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα, το σπίτι μυρίζει αχνά λεμόνι.
Τα μάτια σου λάμπουν όπως έρχεσαι στο κρεβάτι, το φως του ήλιου πίσω σου δημιουργεί μια αγγελική ψευδαίσθηση στην σιλουέτα σου. Ξαπλώνεις δίπλα μου, με φιλάς και παίρνω μια τζούρα απ τον λαιμό σου, στο ίδιο σημείο που σε φιλούσα χθες, μυρίζεις καπνό και βανίλια, παλιό δέρμα και φωτιά, τα αρώματα μας μπλεγμένα. Αν είχε μυρωδιά ο έρωτας θα μύριζε “εσύ” κι αν είχε όψη θα είχε τα μάτια σου.
Περνάω το χέρι μου απαλά από τα μαλλιά σου και αναδύεται στο δωμάτιο η μυρωδιά από το λάδι που βάζεις πάνω τους, κάτι ανάμεσα σε μαύρη σοκολάτα και καραμέλα, και σε σφίγγω πάνω μου εισπνέοντας απαλά το άρωμα τους.
Αν ο έρωτας είχε μυρωδιά, θα μύριζε όπως μυρίζεις τα καλοκαιρινά βράδια, αρμύρα και φρεσκάδα.
Σε παίρνω αγκαλιά και μου χαμογελάς και αυτό το χαμόγελο φωτίζει όλο το δωμάτιο δυνατότερα κι από τον πρωινό ήλιο που χτυπάει στα μάτια μας.
Μου προσφέρεις μια κούπα καφέ και κάθεσαι δίπλα μου.
Ανάβεις ένα τσιγάρο και μου το δίνεις να τραβήξω κι εγώ μια τζούρα.
Αρνούμαι, σκύβω και σου φιλάω τον γυμνό ώμο, και ξαναπαίρνω μια τζούρα από την μυρωδιά σου, που με μεθάει κάθε φορά και περισσότερο.
Ντύνεσαι να φύγεις και το τελευταίο που βάζεις είναι το άρωμα σου. Ο χώρος πλημμυρίζει καραμέλα, μυρίζει σαν μαλλί της γριάς έξω από λούνα παρκ, σχεδόν μπορώ να το γευτώ.
Σε κοιτάω και σου δείχνω το μαξιλάρι σου. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Μια δύο ψεκασιές πάνω στο ύφασμα, ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και είσαι ήδη στην πόρτα και ο έρωτας έχει μόνο την μυρωδιά σου.