Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Οι συζητήσεις που γίνονται εκεί περίπου στις τρεις η ώρα το πρωί με ανθρώπους που γνωρίζονται άπειρα χρόνια κι ανοίγουν οι καρδιές, επιτρέποντας στα στόματα να πουν τα ανείπωτα είναι από τις αγαπημένες μου.
Που έρχεται η ώρα να μιλήσουμε για φόβους, ελπίδες, πληγές και οράματα. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς πανοπλίες, μάσκες κι όλα αυτά τα εξαρτήματα που ζυγίζουν τόνους άμυνας που κουραστήκαμε να κουβαλάμε νυχθημερόν.
Τέτοια βράδια μπορούμε να βάζουμε στόχους. Να ζητάμε απ’ το σύμπαν να συγχρονιστεί μαζί μας, να μεριάζουμε τους φόβους και να έχουμε ελπίδα. Να τολμάμε κι ας ξέρουμε πως το ρίσκο που θα πάρουμε είναι δυσανάλογο απ’ τα κουράγια που μάς έχουν απομείνει.
Που παραδεχόμαστε πως η ζωή που μέχρι τώρα κάναμε, και μάς προστάτευε από κάθε πιθανή μελλοντική πληγή, δε μας καλύπτει πια. Γιατί βαρεθήκαμε να φοβόμαστε και κουραστήκαμε να κουρνιάζουμε στη γωνιά μας, κρύβοντας το μεγαλείο της προσωπικότητάς μας από τον κόσμο για να μην τον τρομάξουμε κι επειδή φοβηθήκαμε να πάρουμε ρίσκα. Όσο ψωνίστικο κι αν ακούγεται αυτό.
Είναι εκείνες οι στιγμές που κοιταζόμαστε έκπληκτες στα μάτια και με το θάρρος της φιλίας μας, προσπαθούμε να μπούμε η μία στη θέση της άλλης κάνοντας –άλλοτε- τον συνήγορο του διαβόλου για να εκμαιεύσουμε τις απαντήσεις που θέλουν να ακουστούν και τις φιμώνουμε κι –άλλοτε- μπαίνουμε τόσο πολύ η μία στα παπούτσια της άλλης που οι απαντήσεις δεν ακούγονται καν, γιατί είναι τα αυτονόητα και τα αναμενόμενα και ακούγονται σχεδόν τηλεπαθητικά με πνιχτά γέλια.
Και κοιτώντας σε στα μάτια φιλενάδα, θα σου πω να μη φοβάσαι. Πως ήρθε η ώρα να κοιτάξεις και τι θες εσύ. Φτάνει με τους άλλους και τους στόχους ζωής. Αυτά δε σταματάνε ποτέ. Να δεις τι ζητάει η ψυχή σου κι αφού αποφάσισες να ζήσεις την αλήθεια σου τίποτα δεν πρέπει να σε κρατάει πίσω.
Όχι, δεν έχω την απάντηση αν αξίζει. Αυτό μόνο εσύ θα το ανακαλύψεις. Δεν ξέρω αν θα κρατήσει κι αν δε θα ξαναπληγωθείς. Αυτό είναι το ρίσκο που πρέπει να πάρεις. Δε γνωρίζω την κατάληξη. Δεν μαντεύω τις προθέσεις του άλλου. Εγώ εσένα ξέρω και βλέπω τη δίψα σου για αγάπη. Και ξέρω πόσο σου αξίζει αυτή η αγάπη και πόση πολλή έχεις να δώσεις. Ξέρω πόσο την απώθησες, πόσες φορές δεν της έδωσες την προτεραιότητα που της άξιζε και πόσο πολύ πάλεψες να προστατεύσεις τον εαυτό σου από κακοτοπιές γιατί ένιωθες ασφαλής μέσα στη μοναξιά σου.
Με σιγουριά όμως θα σου πω, ότι ακόμη και αν δε γίνει τίποτα από όσα φαντάζεσαι να μην το βάλεις κάτω τώρα που παραδέχτηκες, επιτέλους, πόσο ανάγκη την έχεις. Και με βεβαιότητα θα σου πω ότι δεν είναι τόσο εύκολο να βρεις έναν άνθρωπο να τον λαχταρήσεις με ψυχή και σώμα. Μην προδώσεις τον εαυτό σου ακόμη μια φορά. Δεν κοστίζει αξιοπρέπεια ο έρωτας αν είναι αμοιβαίος. Δεν είναι φόρεμα να δώσεις μέτρα και να ραφτεί επάνω σου.
Εμπιστοσύνη θέλει -άνευ όρων- και να παραμερίσεις τον φόβο. Να προσαρμοστείς με τις συνθήκες και να μη χάσεις τα μάτια σου από τον στόχο. Ούτε εύκολο θα είναι, ούτε θα σου χαριστεί. Αλλά μην σταματάς να πιστεύεις πως αξίζεις να ζήσεις. Κι αν όχι τώρα, πότε; Πόσες φορές το σύμπαν θα σ’ ακούσει νομίζεις; Μόνο με σένα θ’ ασχολείται;
Όσο το αναλύεις τόσο χάνει τη μαγεία του. Όσο το φοβάσαι τόσο περισσότερο θα κρύβεις τη δική σου μαγεία. Όσο μιλάς γι’ αυτό τόσο το αποδυναμώνεις. Δες τα σημάδια κι εμπιστεύσου το ένστικτό σου κι εγώ θα είμαι εδώ πολλά βράδια -στις τρεις και στις τέσσερις και στις πέντε- να μιλάμε, να βριζόμαστε και να γελάμε σαν μικρά παιδιά!
Εγροίξες;