Καθισμένος στο μικρό, σκοτεινό μου δωμάτιο, με παρέα τη μοναξιά μου! Αυτή μου έμεινε για να συντροφεύει το κενό που δημιούργησε η φυγή σου! Προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, να συνέλθω, μου είναι όμως αδύνατον! Ο απέραντος «θόρυβος» της σιωπής μου τρυπάει το μυαλό! Δεν τη μπορώ τέτοια «φασαρία»! Μια φράση σου σπάει που και που αυτή τη μονοτονία… «Τελειώσαμε…αντίο!».
Τι στα κομμάτια έκανα για να αξίζω τέτοια συμπεριφορά; Απάντηση δε μου έδωσες και ούτε πρόκειτε να μου δώσεις ποτέ. Μάλλον περιμένω μάταια. Αυτό ίσως είναι το χειρότερο απ’ όλα τα βασανιστήρια που περνάω. Φαίνεται δεν ήμουν αρκετός για σένα. Ποτέ δεν ήμουν αυτός που θα σε κάλυπτε ως γυναίκα, ως άνθρωπο, ως προσωπικότητα! Με άφησες όλα αυτά τα χρόνια να πιστεύω για το αντίθετο. Φορούσες μια ψεύτικη μάσκα και κάλυπτες επιμελώς τον αληθινό σου χαρακτήρα. Κι όταν ξέφτισε αυτή η μάσκα αποφάσισες πολύ ωμά και ψυχρά να «πετάξεις» ίσως για άλλες αγκαλιές!
Μόνος πια ανάμεσα σε τοίχους, πάνω στους οποίους ζωγραφίζονται αμέτρητα γιατί, με συντροφιά τη μοναξιά μου. Αναρωτιέμαι μήπως κοιμάμαι και βλέπω έναν εφιάλτη. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα ηχεί στ’ αυτιά μου σαν πένθιμες καμπάνες.
Δεν μου έχουν μείνει πια δυνάμεις. Η απουσία σου με λυγίζει. Πρέπει να σταθώ στα πόδια μου και πάλι, αλλά πώς; Πώς θα το καταφέρω αυτό; Ποιος μπορεί να με βοηθήσει; Μήπως πρέπει να παλέψω μόνος μου, να διώξω το «τέρας» της απουσίας σου; Θα τα καταφέρω άραγε;
Μέχρι τότε θα με συντροφεύουν η μοναξιά μου και οι αναμνήσεις. Ήταν ό,τι πολυτιμότερο μου άφησες!!