Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Έχεις νιώσει ποτέ να κολυμπάς αέναα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα; Όπου όση δύναμη και να καταβάλεις εκείνη σε πάει όπου θέλει; Να βλέπεις τη στεριά αλλά να μην μπορείς να κολυμπήσεις ούτε μέτρο πιο κοντά της από τα κύματα; Να πιάνεσαι από κούτσουρα που πλέουν δίπλα σου μήπως και καταφέρεις να ξαποστάσεις αλλά να βουλιάζεις μαζί μ’ αυτά;
Έχεις αισθανθεί τις δυνάμεις σου να σε εγκαταλείπουν κι εκεί που είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις να έρχεται ένα μεγάλο κύμα και να σε πετάει δεξιά κι αριστερά κόβοντάς σου την ανάσα την ώρα που σε στροβιλίζει; Κι εσύ να προσπαθείς να βγάλεις το κεφάλι σου στην επιφάνεια γιατί χτυπάει καμπανάκια το ένστικτο της επιβίωσης;
Κι ενώ κλείνεις τα μάτια κι αποφασίζεις να μην προβάλεις πια καμμιά αντίσταση και μπορούν να πάνε όλα στον διάολο, ένα χέρι που εμφανίζεται από το πουθενά σε πιάνει απ’ τα μαλλιά και σε τραβάει προς τα επάνω. Δεν κρατάει σωσίβιο, ούτε είναι μέσα από καμιά βάρκα. Άλλος ένας ταλαίπωρος άνθρωπος είναι που στροβιλιζόταν λίγο πιο πέρα και σε είδε να χαροπαλεύεις κι αποφάσισε να προσπαθήσει να σε βοηθήσει.
Σου δείχνει πώς να αντέχεις λίγο παραπάνω, που πρέπει να κολυμπάς στη φορά του κύματος και πότε μπορείς να ξαποσταίνεις λίγο χωρίς ενοχές ή τύψεις απολαμβάνοντας τον ήλιο ή και τη βροχή. Να σου λέει πως δεν πειράζει που έκανες λάθη και πως κι εκείνος στην αρχή έκανε τα ίδια. Όμως αφού ο ίδιος μπορεί να αντέχει και να βρίσκει τρόπους να μειώνει τις αντιστάσεις και να ξαναφέρνει την καθημερινότητά του όσο πιο κοντά στην κανονικότητα γίνεται, έτσι θα μπορέσεις κι εσύ σιγά-σιγά.
Ξέρεις πώς είναι να σου πιάνουν το χέρι για να πάρεις δύναμη; Να σου δίνουν κουράγιο ενώ τους έχουν εξαντλήσει τα ίδια κύματα; Να καταλαβαίνουν χωρίς να πεις. Να νιώθουν χωρίς να σε ξέρουν; Να είναι εκεί χωρίς να το έχεις ζητήσει.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι άστρα φωτεινά ανεκτίμητης αξίας. Γιατί δίνουν τις μάχες σου μαζί σου όχι επειδή πρέπει αλλά επειδή θέλουν. Γιατί ξέρουν ακριβώς πως είναι η απελπισία. Την είδαν στα μάτια σου, την άκουσαν στο γέλιο σου και την ένιωσαν στη φωνή σου.
Και έτσι απλά χωρίς να το σκεφτούν αποφάσισαν να σου σταθούν και να σου δώσουν απ’ το φως τους. Να είναι εκεί να σε ακούσουν. Να σε μαλώνουν και να προσπαθούν να σε νουθετήσουν. Χωρίς κανένα όφελος. Καμιά υστεροβουλία. Γιατί απλώς μπήκαν στη θέση σου και δεν τους άρεσε καθόλου. Να σου ανοίγουν μια αγκαλιά και να σου θυμίζουν πως είναι εκεί να τους πεις όποια κουταμάρα κατεβάσει η γκλάβα σου. Για ό,τι και για όποτε χρειαστείς.
Ξέρεις τι έχεις κερδίσει; Μόλις απέκτησες έναν συμπολεμιστή. Από αυτούς που θα πέσουν στο πεδίο μάχης μαζί σου, δίπλα σου και θα προσπαθήσουν να σε βγάλουν από τις εμπόλεμες ζώνες. Όχι με οπισθοχωρήσεις και κλάψα αλλά με επιθέσεις και τσαμπουκά. Γιατί αν κάπου στην πορεία εσύ έχασες τον δικό σου να είσαι σίγουρος πως εκείνοι έχουν απόθεμα για έναν ολόκληρο στρατό και τον χαρίζουν απλόχερα.
Και βρίσκεσαι ξαφνικά με καλυμμένη πλάτη την ώρα που είχες μάθει να τη βάζεις μόνο πάνω στα χαρακώματα για να αποφύγεις τις πισώπλατες σφαίρες. Και τώρα αυτοί οι άνθρωποι την προσέχουν σαν δική τους και διαλύουν τις αμφιβολίες σου για το αν μπορείς να τα καταφέρεις.
Ξέρεις τι έχεις κερδίσει; Μόλις απέκτησες έναν σύμμαχο. Και φρόντισε να φανείς αντάξιος!